Αναζήτηση θεμάτων ιστολογίου
Συναξάριον
οι δημοφιλείς αναρτήσεις της εβδομάδος
Blog Archive
- 2024 (14)
- 2023 (72)
- 2022 (249)
- 2021 (450)
- 2020 (682)
- 2019 (811)
- 2018 (820)
- 2017 (901)
-
2016
(1063)
-
Δεκεμβρίου(89)
- Τά Κάλαντα τῆς Πρωτοχρονιᾶς στόν Σεβασμιώτατο Μητρ...
- Εὐχές Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσο...
- Εὐχαριστίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν στήν Ἐπα...
- Εὐχαριστίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν στὴν Κυνη...
- Χριστουγεννιάτικη κατασκευή από την ομάδα του Αγίο...
- Η Θεία λειτουργία της κατά σάρκα Γεννήσεως τού Κυρ...
- Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
- Εύκολη συνταγή για πεντανόστιμη βασιλόπιτα κέικ!
- Χριστουγεννιάτικος Κορμός
- Ἑσπερινὸς Πρωτοχρονιᾶς καὶ κοπῆ τῆς Βασιλόπιτας τῆ...
- Γράμμα στὸν πιὸ ταπεινωμένο ἅγιό του σύγχρονου κόσμου
- ΠΡΟΣ κ.ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΠΠΝΠ, ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑΤΡΟ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ ΔΙΑ...
- Δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων στὴν Ἱερὰ Μητρόπολ...
- Τὸ τραπέζι τῆς Ἀγάπης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν
- Στιγμιότυπα από τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργ...
- Ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν
- Χριστούγεννα στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πατρῶν
- ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ. ΤΑ ΠΡ...
- ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡ...
- ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟ
- «Γένους βροτείου την ανάπλασιν πάλαι…..»
- Το μήνυμα της φάτνης
- Ὁ Ἑσπερινὸς τῶν Χριστουγέννων στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη...
- Τά Κάλαντα τῶν Χριστουγέννων στόν Σεβασμιώτατο Μητ...
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ...
- Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομ...
- Ανακοινώσεις Ι.Ν. Αγίων Αντωνίου & Χαραλάμπους εις...
- Καλά Χριστούγεννα !!!
- ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
- Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα των Χριστουγέννων (Ματθ. β...
- Οἱ μαθητές τῶν Σχολείων τῆς Πάτρας μᾶς διδάσκουν ἀ...
- Μιά θαυμάσια Χριστουγεννιάτικη ἐκδήλωση τοῦ 29ΟΥ ...
- Ἡ Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν τῶν Χριστουγέννων στὴ...
- Χριστουγεννιάτικη ἑορτή στό Ἐκκλησιαστικό Λύκειο Π...
- Ψάχνοντας το αρχείο της Ενορίας μας: Χριστούγεννα ...
- Ι.Μ. ΠΑΤΡΩΝ - ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
- ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ...
- Αύριο το απόγευμα θα τελεστεί το Μυστήριον του Ιερ...
- Στήθηκε και φέτος η Φάτνη στον Ι.Ν. Αγίων Αντωνίου...
- Χριστουγεννιάτικη ἐκδήλωση στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου...
- Η υμνολογία της Εκκλησίας μάς βεβαιώνει αδιάψευστα...
- Χριστουγεννιάτικη ἐκδήλωση τῶν κατηχητικῶν ὁμάδων ...
- «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἧν…» (Ματθ...
- Τα ενθύμια - φυλακτά από τα Εγκαίνια του Ναού μας ...
- Το Μυστήριον του Ιερού Ευχελαίου θα τελεσθεί αυτή ...
- Ἡ ἑορτή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στήν Ἱερά Μητρόπολη Πα...
- Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρῶν κ.κ. Χρυσόστομ...
- ΠΡΟΓΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΟ...
- Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής προ της Χριστ...
- ΟΜΙΛΙΑ για τις Γ΄ και Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ
- Εκδηλώσεις στην Χριστιανική Στέγη Πατρών
- Εξαήμερη προσκυνηματική εκδρομή στους Αγίους Τόπου...
- Τα Εγκαίνια του Ναού μας με το φακό της κ. Στεφανί...
- Ἡ Ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου στήν Πάτρα
- Τα Εγκαίνια του Ναού μας (video)
- ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ' ΛΟΥΚΑ μέ τόν Σεβασμ...
- Τα Εγκαίνια του Ναού μας έτσι όπως τα κατέγραψε ο ...
- Εθελοντική αιμοδοσία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή ...
- Λαμπρὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ...
- Πρόσκληση - Πρόγραμμα Εγκαινίων Νέου Ιερού Ναού Αγ...
- Ψάχνοντας το αρχείο της Ενορίας μας: Παραμονή του ...
- ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ ΛΟΥΚΑ μέ τόν Σεβασμι...
- ΛΥΧΝΟΣ TV- ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΕΙΑ 2016- ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ...
- Εθελοντική Αιμοδοσία
- Η Λαμπρά εορτή του Αγίου Νικολάου στις Αλυκές Κάτω...
- Χριστουγεννιάτικο παζάρι για ενίσχυση των έργων απ...
- ΕΚΘΕΣΗ ΨΥΧΑΡΓΩ
- ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΕΙΑ 2016-ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΝΕΟΛΑΙΑΣ Ι.Μ. ΠΑΤΡΩΝ “Ν...
- ΕΙΜΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΜΑΣΤΕ
- ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΟΜΙΛΙΑ
- Πού θα πάει; Θα νικήσει η απλότητα της Αλήθειας!
- ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ:"Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός τ...
- Λαμπρὰ ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ...
- ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΤΡΩΝ - Ἀνακοίνωσις
- Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ
- Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
- «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια»
- Ὁ Ἑσπερινὸς τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυμ...
- Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴν Πάτρα
- ΠΟΛΥΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΟΡΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕ...
- Κυριακή Ι΄ Λουκά - ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΦΘΟΝΟΥ
- Ὁ Ἑσπερινὸς τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴν Πάτρα
- Στὴ Ρωσία μεταφέρθηκε Ἀντίγραφο τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος ...
- ΔΙΑΛΕΞΗ για τη ΣΥΝΟΔΟ της ΚΡΗΤΗΣ
- Η Ιερά Αγρυπνία για τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλ...
- Σας προσκαλούμε στα Εγκαίνια του Ναού της Ενορίας ...
- Κυκλοφόρησε το νέο μας ημερολόγιο τοίχου για το έτ...
- Την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016, η Ενορία μας διοργ...
- Μέ λαμπρότητα ἡ Ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου ...
- Νοεμβρίου(65)
- Οκτωβρίου(85)
- Σεπτεμβρίου(109)
- Αυγούστου(60)
- Ιουλίου(67)
- Ιουνίου(82)
- Μαΐου(107)
- Απριλίου(106)
- Μαρτίου(95)
- Φεβρουαρίου(83)
- Ιανουαρίου(115)
-
Δεκεμβρίου(89)
- 2015 (1348)
- 2014 (1414)
- 2013 (2210)
- 2012 (1652)
- 2011 (318)
- 2010 (42)
Από το Blogger.
Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016
11:15
|
Ανώνυμος
|
Print PDF
Σεβαστοί, αγαπητοί μου,
Με χαρά σας γνωρίζω ότι εξεδόθη η διπλωματική μου εργασία με τίτλο "Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων" από τις εκδόσεις Greek Orthodox Books, Νοέμβριος 2016 σ.σ.400.
Αναλυτικότερα βλ. http://www. greekorthodoxbooks.com/ 437F31C7.el.aspx
Την έκδοση προλογίζουν ο Ποιμενάρχης μας Σεβ. Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. Χρυσόστομος και ο πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ.
Σας κοινοποιώ τους προλόγους της εκδόσεως, την εισαγωγή, τα επιλεγόμενα (και σε μετάφραση στα αγγλικά) και τα περιεχόμενα της εκδόσεως
Εύχεσθε!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών
κ.κ. Χρυσοστόμου
Προλογίζοντας την διπλωματική εργασία του Αιδεσιμολoγιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου, Κληρικού της καθ᾽ ημάς Ιεράς και Αποστολικής Μητροπόλεως, με θέμα: «Η Εκκλησία της Ρώμης και ο Επίσκοπός της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων», αισθάνομαι την ανάγκη να σημειώσω κάποιες σκέψεις τόσο για το θέμα με το οποίο ασχολείται ο π. Αναστάσιος στην ως είρηται εργασία, όσο και για τον ίδιο.
Είναι ενδιαφέρουσα η ενασχόληση με τα περί την Εκκλησία της Ρώμης στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μάλιστα σε σχέση με τα πρακτικά και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, καθ᾽ όσον πολλή συζήτησις γίνεται και στις ημέρες μας για την θέση της πρεσβυτέρας Ρώμης στην πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων από της αρχής έως της σήμερον.
Η μελέτη της ιστορίας από τας αψευδείς πηγάς, φωτίζει τις πτυχές του τόσο ενδιαφέροντος διαχρονικά ζητήματος, ιδιαιτέρως δε το περί του «πρωτείου» θέμα και εκείνο περί της «ουνίας». Ακανθωδέστατα ζητήματα, τα οποία δυναμιτίζουν τον όποιο διάλογο ήθελε διεξαχθή, ανάμεσα στην Ορθόδοξη Ανατολική, μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία και στην Δύση.
Ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, είναι κληρικός ζηλωτής με ενθουσιασμό και σφρίγος πνευματικό. Η ενασχόλησή του με τα θέματα της πίστεως και της Ορθοδόξου Θεολογίας και μάλιστα λεπτομερώς και εις βάθος, το ενδιαφέρον του για τις διαχριστιανικές σχέσεις με γνώμονα πάντοτε την από τον Θεό αποκεκαλυμμένη αλήθεια και η σταθερά προσήλωσή του στην αγία παράδοση της Αγιωτάτης ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας τον έχουν αναδείξει βαθυνούστατον μελετητήν και αυστηρόν θεολόγον μεταξύ των συμπρεσβυτέρων του.
Τον συνοδεύει πάντοτε η αγάπη μας και η ευχή μας για ό,τι καλόν και πνευματικόν προς δόξαν του εν Τριάδι ορθοδόξως προσκυνουμένου Θεού ημών και φωτισμόν μέσω των της Εκκλησίας μας δογμάτων και σωτηρίαν των ανθρώπων.
Τον επαινούμε για το ωραίο ανά χείρας πόνημά του και δεόμεθα του Κυρίου υπέρ αυτού και της ευσεβούς οικογενείας του, στην οποία εν συγκινήσει εδιαβάσαμε, ότι αφιερώνει την παρούσα εργασία του.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Θεοδώρου Ζήση
Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Με πολλή χαρά χαράσσω λίγες γραμμές για την θαυμάσια μελέτη του πρωτοπρεσβυτέρου και αγαπητού αδελφού και συλλειτουργού π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου με θέμα «Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων». Η μελέτη υπεβλήθη ως διπλωματική εργασία στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εχάρισε στον συγγραφέα το δίπλωμα ειδίκευσης (master) στον Τομέα του Κανονικού Δικαίου με βαθμό «Άριστα».
Εδικαιούτο πολύ ενωρίτερα τον τίτλο αυτό ο π. Αναστάσιος, όταν συνέγραψε και εξέδωκε το 2008 άριστη μελέτη, επίσης στον χώρο του Κανονικού Δικαίου, με θέμα «“Ου δει αἱρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι”. Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας», η οποία επανεξεδόθη για δεύτερη φορά στις εκδόσεις «Θεοδρομία» (2009) με τίτλο «Η Συμπροσευχή με αιρετικούς. Προσεγγίζοντας την κανονική πράξη της Εκκλησίας», και η οποία δικαίως χαρακτηρίσθηκε ως η καλύτερη, πληρέστερη και αυθεντικώτερη μελέτη για το θέμα των συμπροσευχών.
Στην ανά χείρας μελέτη για την Εκκλησία της Ρώμης και τον επίσκοπό της επιχειρεί ο συγγραφεύς να προσεγγίσει το τεράστιο σε σημασία και βιβλιογραφικό όγκο θέμα του «πρωτείου» μέσα στην Εκκλησία, ειδικώς δε του «πρωτείου» του πάπα, το οποίο εταλαιπώρησε την Εκκλησία επί αιώνες και εξακολουθεί να την ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα. Ακόμη και πίσω από το Filioque, που ήταν η βασική αιτία της αποσχίσεως των Δυτικών από την Εκκλησία, αλλά και πίσω από το σύνολο των πολλών διαφορών που χωρίζουν Ανατολή και Δύση, ευρίσκεται ο εγωισμός, η υπερηφάνεια, η διεκδίκηση μοναρχικής εξουσίας επί της παγκοσμίου Εκκλησίας εκ μέρους του πάπα, η «δυτική οφρύς», όπως διεπίστωνε ήδη τον 4ο αιώνα ο Μ. Βασίλειος (Επιστολή 239, 2).
Η αξία της παρούσης μελέτης στοιχειοθετείται διά των εξής ολίγων. Πάμπολλες άλλες μελέτες έχουν γραφή για το «πρωτείο» του πάπα και από Ορθοδόξους και από ετεροδόξους ερευνητάς, που αναφέρονται στην ιεροκανονική Παράδοση της Εκκλησίας, στις επί του θέματος του «πρωτείου» θέσεις αυτών ή εκείνων των Ιερών Κανόνων. Μία συναγωγή όμως και μελέτη όλων των Ιερών Κανόνων, των πρακτικών και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων απουσίαζε από την θεολογική έρευνα, και αυτήν μας προσφέρει τώρα μετά από πολύ κόπο και ιδρώτα ο π. Αναστάσιος.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της έρευνας, η οποία καθίσταται έτσι ιστορικοκανονική, είναι ότι παρατίθενται και αναιρούνται με βάση την πατερική και συνοδική παράδοση οι αξιώσεις των παπών περί παγκοσμίου πρωτείου εξουσίας, αλλά και συγχρόνων παπικών ή φιλοπαπικών ερευνητών, που ή παρερμηνεύουν τους Ιερούς Κανόνες ή αποκρύπτουν την συνολική εικόνα.
Και το τρίτο και σημαντικώτερο, για να περιορισθώ σε ολίγα, είναι η ανταπόκριση της μελέτης στη ζέουσα, στην καυτή επικαιρότητα του θέματος του «πρωτείου», το οποίο άρχισε να συζητείται επί τέλους στον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Παπικών, αλλά προσκρούει και πάλι στην αδιάλλακτη αξίωση της Ρώμης να θέτει τον πάπα επί κεφαλής της όλης Εκκλησίας, όχι με «πρεσβεία τιμής», τα οποία δεν του αρνούνται οι Ορθόδοξοι, εφ᾽ όσον βέβαια ορθοδοξεί, αλλά με μοναρχική αξίωση «πρωτείου εξουσίας», υπεράνω και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως δήθεν διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος ασκούσε δήθεν παρόμοιο λειτούργημα μεταξύ των λοιπών Αποστόλων. Τις αξιώσεις αυτές τις αντιβιβλικές, αντικανονικές, αντιπατερικές και αντισυνοδικές, όπως δείχνει η μελέτη του π. Αναστασίου, δεν πρόκειται ποτέ να τις δεχθεί η Ορθόδοξη Ανατολή, παρά μόνον εάν χάσει την Ορθοδοξία της, όπως συνέβη με την περιλάλητη Ουνία.
Παράπλευρη σύγχρονη επικίνδυνη διάσταση, όπως δείχνει η μελέτη, είναι η διολίσθηση και μερικών «Ορθοδόξων» θεολόγων, ευτυχώς ολίγων και ασημάντων, οι οποίοι προσπαθούν να αποδώσουν «πρωτείο» σε παγκόσμιο επίπεδο, στο χώρο βέβαια της Ορθοδοξίας, και στον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, κατηγορούντες ως αιρετικούς όσους δεν αποδέχονται αυτό το πρωτείο, και αγνοούντες είτε από αμάθεια είτε από σκοπιμότητα όσα περί πρώτου και πρωτείων ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες. Το χειρότερο όλων είναι ότι για πρώτη φορά, καινοτομούντες και αιρετίζοντες, επιχειρούν να θεμελιώσουν και τριαδολογικά το «πρωτείο», επικαλούμενοι το δήθεν «πρωτείο» του Πατρός επί των δύο άλλων Προσώπων της Αγίας, αδιαιρέτου, ισοσθενούς, ομοθρόνου, ομοτίμου, ισοστασίου, συμπροσκυνουμένης Αγίας Τριάδος, την οποία έτσι διαιρούν και τέμνουν σε ομότιμα και άνισα Πρόσωπα.
Συγχαίρουμε ευγνωμόνως τον π. Αναστάσιο και για την δεύτερη αυτή ορθοδοξότατη συμβολή του στην κατίσχυση της «φίλης Ορθοδοξίας», σε καιρούς μάλιστα κατά τους οποίους οι άνεμοι του Οικουμενισμού σαρώνουν ορθόδοξες συνειδήσεις, και είναι ελάχιστοι εκείνοι για τους οποίους ισχύει το ρηθέν υπό του Κυρίου για τον Άγιο Ἰωάννη τον Πρόδρομο, ότι δεν είναι «κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος» (Ματθ. 11, 7). Περιμένουμε και άλλους παρόμοιους ερευνητικούς καρπούς και δοξάζουμε τον Θεό, διότι χαρίζει στην Εκκλησία Του νέους ιερείς, μοναχούς και θεολόγους που βαδίζουν επί της οδού των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
Η επιστημονική ενασχόληση με τα πρακτικά και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, δίχως καμιά αμφιβολία, προκαλεί ιερή συγκίνηση και δέος, όταν ο συντάκτης της αναλογίζεται ότι καλείται να μελετήσει και να "επεξεργαστεί" κείμενα -όντας μάλιστα ο ίδιος άμοιρος των χαρισμάτων του Παρακλήτου- μέσα από τα οποία ενήργησε το Πανάγιο Πνεύμα και καθόρισε τη ζωή της Εκκλησίας του Χριστού.
Το δέος αυξάνεται επειδή το θέμα της μελέτης "Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων" είναι ένα ζήτημα με το οποίο όχι μόνο έχουν ασχοληθεί διαχρονικά με πλήθος συγγραφών τους Πατέρες της Εκκλησίας, καθώς και μεγαλύτεροι θεολόγοι και ιστορικοί σε διεθνές επίπεδο, αλλά προπαντός επειδή είναι ζήτημα που έχει ταλαιπωρήσει όσο κανένα άλλο την Εκκλησία του Χριστού κατά τη δισχιλιετή παρουσία και ζωή Της.
Είναι κοινός ιστορικός τόπος ότι το θέμα του παπικού πρωτείου ήταν η βασικότερη αιτία του Μ. Σχίσματος καθώς και του περαιτέρω κατακερματισμού του Χριστιανισμού στη Δύση με τη Μεταρρύθμιση, και παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα για την ειλικρινή και εν αληθεία επανένωση του Πατριαρχείου της Ρώμης με την Εκκλησία του Χριστού.
Ως συντάκτης της παρούσης εργασίας θεωρούμε ιδιαίτερη ευλογία ότι αξιωθήκαμε, Χάριτι Θεού, να μελετήσουμε επισταμένως τα ίδια τα διασωθέντα μέχρι σήμερα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων και δι' αυτών να αισθανθούμε έστω και στο ελάχιστο την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μέσα από σχήματα του κόσμου τούτου και ανθρώπινες αδυναμίες μπορεί και "όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας", οδηγώντας Την "εις πάσαν την Αλήθειαν".
Η μελέτη αυτή, αφού πέρασε τη βάσανο της επιστημονικής κρίσεως ως διπλωματική εργασία για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου στο Κανονικό Δίκαιο, εκδίδεται με κάποιες προσθήκες (το κείμενο της Ραβέννας και ο Αποστ-34) από το Ιερό Ησυχαστήριο "Παντοκράτορος" Μελισσοχωρίου. Ευγνωμόνως θερμές ευχαριστίες οφείλουμε σε όλους όσοι συνετέλεσαν στην έκδοση αυτή: Καθηκόντως ευχαριστούμε θερμά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πατρών κ.κ. Χρυσόστομο όχι μόνο για τον πρόλογο, αλλά και για την άδεια και ευλογία που μας παρέχει να ασχολούμεθα παράλληλα με τα εφημεριακά μας καθήκοντα και με τα ουσιώδη και φλέγοντα εκκλησιολογικά αυτά ζητήματα. Υιικώς ευχόμαστε και προσευχόμαστε ο Θεός να τον χαρίζει "τη αγία Αυτού Εκκλησία, σώον, έντιμον, υγιά, μακροημερεύοντα" και προπαντώς να συνεχίζει να θεολογεί ορθοτομών τον λόγον της αληθείας του Χριστού. Ευχαριστίες οφείλουμε στα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, τους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Αβύδου Κύριλλο (Κατερέλο), αρχιμ. Γρηγόριο Παπαθωμά, και Ελένη Γιαννακοπούλου, επιβλέπουσα Καθηγήτρια, οι οποίοι με επιστημονική πληρότητα συνέβαλαν τα μέγιστα στην ολοκλήρωση της διπλωματικής εργασίας. Ευχαριστίες ιδιαίτερες οφείλονται στον πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη Κύριλλο, Καθηγού-μενο του Ιερού Ησυχαστηρίου "Παντοκράτορος" Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης και την περί αυτόν συνοδεία για την ανάληψη της παρούσης εκδόσεως και ιδιαιτέρως στον αδελφό του Ησυχαστηρίου, μοναχό Σεραφείμ (Ζήση) για την τεχνογραφική επιμέλεια της εκδόσεως. Το Ιερό Ησυχαστήριο "Παντοκράτορος" Μελισσοχωρίου με την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Γέροντός του δίνει σε όλο τον κόσμο μέσω της μοναδικής σε περιεχόμενο ιστοσελίδος του την πατερική μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, η οποία, μαρτυρία, εδράζεται και πηγάζει από την αυθεντική βίωση της νηπτικής παραδόσεως του Ορθοδόξου Μοναχισμού. Τέλος, ευχαριστούμε τον αιδεσιμολογιώ-τατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ομότιμο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, για την τιμή να προλογήσει την έκδοση, καθώς και για την μετά παρρησίας ομολογία του στις ποικίλες εκκλησιολογικές προκλήσεις που ανακύπτουν, ομολογία που συνδυάζει το πατερικό αγωνιστικό φρόνημα με τη σοφία και γνώση της πατερικής και κανονικής εκκλησιαστικής μας παραδόσεως.
Η εργασία αυτή ουσιαστικά θα είναι επιτυχής αν κατορθώσει με τη Χάρη του Θεού να αποδώσει ή, έστω, να μην παρουσιάσει αλλοιωμένο, το φρόνημα της αρχαίας Εκκλησίας, όπως αυτό τη επιστασία του Αγ. Πνεύματος έχει καταγραφεί από τους θεοφόρους Πατέρες στα πρακτικά και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
π. Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος
Πάτρα, Τρίτη της Διακαινησίμου, 3 Μαΐου 2016
Στα πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής
Συνόδου έχουν καταγραφεί χαρακτηριστικές φράσεις με τις οποίες συνοδικοί
Πατέρες ομολόγησαν την ορθοδοξία της πίστεώς τους λέγοντας: «κατ’
ίχνος βαίνω των αγίων Πατέρων» ή «εμάθομεν
ακολουθείν τοις πατράσιν». Οι ρήσεις αυτές αναδιατυπωμένες έλαβαν
και συνοδική επικύρωση καθώς εντάχθηκαν σε Όρους των Οικουμενικών Συνόδων: «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν»1.
Χωρίς αμφισβήτηση η συνοδική αυτή απόφαση αποτελεί την επιτομή της ορθόδοξης
θεολογικής ερμηνευτικής και προσεγγίσεως όλων των ζητημάτων που προκύπτουν στη
ζωή της Εκκλησίας μας.
Αυτή την προσέγγιση ακολουθούσε
πάντοτε και οφείλει και σήμερα να ακολουθήσει η Εκκλησία μας και στις
διαχριστιανικές και διαθρησκειακές της επαφές. Ως γνωστόν, στο διμερή Θεολογικό
Διάλογο που διεξάγεται από το 1980 μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των
Ρωμαιοκαθολικών συζητείται το πλέον ακανθώδες ζήτημα, του πρωτείου του
επισκόπου Ρώμης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πανορθόδοξες
αποφάσεις της έχει προτείνει και ταυτόχρονα έχει αυτοδεσμευτεί ότι ο μόνος
τρόπος για την υπέρβαση των διαφορών δεν μπορεί να είναι άλλος από την
επιστροφή στις εκκλησιολογικές αρχές και την κανονική πράξη της αρχαίας
Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά αναμφισβήτητα ο ασφαλέστερος οδηγός και κανόνας
πίστεως είναι οι πράξεις και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες
η ίδια η Εκκλησία με τον πλέον επίσημο, σαφή και κατηγορηματικό τρόπο έχει
εκφράσει την αυτοσυνειδησία της και κυριαρχικά έχει αποφανθεί.
Το ζήτημα της θέσεως και του ρόλου
του επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία των Εκκλησιών κατά την α΄ χιλιετία συζητήθηκε
σε υψηλό θεολογικό επίπεδο από τη Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου στην
Πάφο (Κύπρος, 16-23.10.2009)2, στη Βιέννη (20-27.9.2010)3 και στο Αμμιάν
(15-23.09.2014) χωρίς να έχει ολοκληρωθεί4. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της
Ελλάδος στην ιστορική της συνεδρία στις 15-16.10.09 απεφάνθη συνοδικώς δίνοντας «κατεύθυνση
στους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας να υποστηρίξουν, ώστε να εγγραφεί στο
τελικό κείμενο η κανονική θέση του πρωτείου του πάπα Ρώμης κατά την πρώτη
χιλιετία σε σχέση προς τις Οικουμενικές Συνόδους και σε αναφορά προς τον 3ον
Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής
Συνόδου»5.
Αυτή τη βασική εκκλησιολογική αρχή
που διέπει ολόκληρη την ορθόδοξη θεολογία ακολουθούμε και στην παρούσα εργασία
που διαπραγματεύεται το ζήτημα του ρόλου της Εκκλησίας της Ρώμης και του
επισκόπου της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Στην εργασία μας αυτή δόθηκε
ιδιαίτερη σημασία και προσοχή –χωρίς να παραβλεφθεί και η σχετική βιβλιογραφία–
στα ίδια τα κείμενα των πρακτικών καθώς και σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται
άμεσα με τις Οικουμενικές Συνόδους· αυτό ακριβώς υποδηλώνει και η παραπομπή και
στις τρεις εκδόσεις των συνοδικών πρακτικών (Μήλιας, Mansi, ACO). Ταυτόχρονα, η
εργασία δεν παρέβλεψε και τη σύγχρονη προβληματική του Θεολογικού Διαλόγου της
Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Ρώμη. Νομίζουμε ότι στο σημείο αυτό έγκειται και η
πρωτοτυπία της εργασίας μας, διότι στην ελληνόγλωσση, τουλάχιστον, βιβλιογραφία
δεν υπάρχει μελέτη για το σύνολο των πρακτικών και των αποφάσεων των
Οικουμενικών Συνόδων.
Η εργασία έχει διαρθρωθεί σε πέντε
κεφάλαια:
Στο κεφάλαιο
A΄ εξετάζουμε τη
θέση της τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης στην ανά την οικουμένην Εκκλησία του
Χριστού, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά των συζητήσεων των Οικουμενικών
Συνόδων. Με αφορμή τον θεσμό των κανονικών πρεσβείων τιμής επισημαίνονται οι
λόγοι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες αυτά αποδόθηκαν σε ορισμένες τοπικές
Εκκλησίες και ιδιαιτέρως στην Εκκλησία της Ρώμης.
Στο κεφάλαιο
Β΄ καταγράφουμε
τη θέση του επισκόπου Ρώμης στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων: πώς
ερμηνεύτηκαν από τους Πατέρες οι λόγοι του Κυρίου προς τον Απ. Πέτρο και ποιος
ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία του Χριστού σύμφωνα με τις δηλώσεις
των Πατέρων Ανατολής και Δύσεως και τη συνοδική αλληλογραφία.
Στο κεφάλαιο
Γ΄ ερευνούμε
ποιες οι αρμοδιότητες του επισκόπου Ρώμης στις Οικουμενικές Συνόδους, τόσο ως
προς το διαδικαστικό τους μέρος (προετοιμασία, συμμετοχή, προεδρία), όσο και
στο ουσιαστικό, της διεξαγωγής των εργασιών τους.
Στο κεφάλαιο
Δ΄ ασχολούμαστε
επισταμένως με τις αποφάσεις μιας εκάστης Συνόδου χωριστά που συνδέονται με τον
επίσκοπο Ρώμης, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις υπογραφές και τους
καταλόγους των μελών των Συνόδων. Θίγουμε, επίσης, και τη σχέση του «πρωτείου
θρόνου» και του «πρωτείου αληθείας» στη ζωή της Εκκλησίας.
Στο κεφάλαιο
Ε΄ προβαίνουμε σε
λεπτομερή εξέταση των 24 ιερών κανόνων της αρχαίας Εκκλησίας που αφορούν άμεσα
ή έμμεσα στην Εκκλησία και τον επίσκοπο Ρώμης. Ιδιαιτέρως μας απασχόλησε ο
περίφημος και καθοριστικός ως προς το ερευνώμενο θέμα 28ος κανόνας της Δ΄
Οικουμενικής Συνόδου.
Η εργασία ολοκληρώνεται με τα επιλεγόμενα στα οποία, μαζί με τα συμπεράσματά
μας, αναφερόμαστε και σε ζητήματα που έχουν προκύψει από τον επίσημο Θεολογικό
Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Ρώμη αναφορικά με το πρωτείο του πάπα.
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παρούσα
εργασία δεν εξαντλεί το μεγάλο και κρίσιμο αυτό θέμα την καταθέτω με την ευχή
και προσευχή η Θ. Χάρις να μας επισκιάσει, και τότε Αυτή θα αναπληρώσει τις
ελλείψεις, θα θεραπεύσει τις ασθένειες και θα μας αξιώσει τώρα, στις αρχές της
γ΄ χιλιετίας, διορθώνοντας τα εσφαλμένα της β΄, να φθάσουμε στην περιπόθητη
πραγματική ενότητα της πίστεως και την κοινωνία που έζησε η Εκκλησία μας κατά
την α΄ χιλιετία της ζωής Της.
1. Πρακτικά Β΄ 175. Mansi 7, 113C. ACO 2,1,2,12923.
2. Ανακοινωθέν 11ης
Ολομελείας
3. Ανακοινωθέν 12ης
Ολομελείας
4. Ανακοινωθέν 13ης
Ολομελείας. Το θέμα του παπικού πρωτείου συζητείται ήδη από τις αρχές της
δεκαετίας 1970 σε διμερείς θεολογικούς διαλόγους της Ρώμης με άλλες
Χριστιανικές Ομολογίες και οικουμενικούς οργανισμούς (Λουθηρανούς, Αγγλικανούς,
Μεθοδιστές, Ομάδα Dombes, ΠΣΕ).
5. Ανακοινωθέν Ι.Σ.Ι. περί των Θεολογικών Διαλόγων §5, σ. 691.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ καθορίσουμε τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἐπισκόπου της στὴν κοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:
Α.
Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης.
1.
Εἶναι
σαφὲς τὸ αὐξημένο κῦρος καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ ἀπονεμόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς
Ρώμης. Συνακόλουθα, στὸν ἐπίσκοπό της ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει πρωτεῖο τιμῆς
καὶ προκαθεδρίας στὴν τάξη τῶν τιμηθέντων μὲ πρεσβεῖα Πατριαρχικῶν Θρόνων. Οἱ
λόγοι εἶναι σαφεῖς: α) ἦταν ἡ Ἐκκλησία τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», τῆς
πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας, β) ἦταν δραστήρια στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν
συναντίληψη ἄλλων ἐμπεριστάτων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γ) ἦταν ἡ μοναδικὴ πόλη
στὸ δυτικὸ-λατινικὸ κόσμο ποὺ δέχθηκε τὴν παρουσία καὶ τὸ κήρυγμα τῶν
Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μαρτύρησαν καὶ ἡ ὁποία διατηροῦσε τοὺς
Τάφους τους.
2. Ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ρώμης ἐκαυχάτο ἰδιαίτερα γιὰ τὴν
ἀποστολικὴ καταγωγή της ἀπὸ τοὺς Πρωτοκορυφαίους, τὴν ὁποία, προϊόντος τοῦ χρόνου, περιόρισε καὶ διαμόρφωσε σὲ
«πέτρειο». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ
ὅτι σὲ κανένα κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἀπόδοση πρεσβείων τιμῆς στὴν Ἐκκλησία
τῆς Ρώμης δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ προέλευσή της, ἡ ὁποία κατὰ τὰ ἄλλα
θεωρεῖται δεδομένη.
3. Στὴν Ἀνατολὴ
ἡ ἔννοια τῆς ἀποστολικότητος νοηματοδοτήθηκε διαφορετικὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου
ἀπέκτησε ἄλλη βαρύτητα. Ταυτόχρονα ὅμως σύνολη ἡ Ἐκκλησία ἀποδεχόταν ὅτι ἡ
ἀποστολικότητα δὲν ἦταν ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἀφοροῦσε καὶ στοὺς
τιμηθέντες μὲ ἐξαιρετικὰ προνόμια θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.
4. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία - σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση -
εἶχε ἀναγνωρίσει στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης πρωτεῖο τιμῆς καὶ πρωτοκαθεδρίας . ὄχι ὅμως πρωτεῖο ἐξουσίας (ὑπεροχικῆς
δικαιοδοσίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κατὰ καιροὺς προσπάθεια ρωμαίων
παραγόντων νὰ δώσουν στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τὴ διάσταση πρωτείου ἐξουσίας,
«πέτρειας» μάλιστα προελεύσεως, δὲν ἀφοροῦσε
στὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καὶ φυσικὰ δὲν ἦταν ἡ πάγια καὶ σταθερὴ
ἐκκλησιολογικὴ θέση σύνολης τῆς
Δυτικῆς-Λατινικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
5. Ὅταν
προέκυπτε μεῖζον θέμα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, κάθε ἐπίσκοπος, πολλῷ
μᾶλλον ὁ τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», εἶχε ὄχι μόνο τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τό ἐπιτακτικὸ
καθῆκον ἐπεμβάσεως ἀκόμα καὶ σὲ ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ κατὰ
τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις
ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν ὑφίστατο ὑποχρεωτικὰ στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἔχοντα
τὴν προκαθεδρία ἢ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς θρόνο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος στὴν
συγκεκριμένη περίπτωση ἐξέφραζε τὴν ἀληθῆ πίστη καί διέθετε τὸ «πρωτεῖο ἀληθείας». Αὐτὸ συνέβη μὲ
τὸν Ἃγ. Κύριλλο στὴν Γ΄ ἢ τὸν πάπα Ἃγ. Λέοντα στὴν Δ΄ Οἰκουμενική. Ἀπὸ τὴν
ἀντίθετη πλευρὰ, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δὲν ἀποδεικνυόταν ἀντάξιος τῆς
ἐπισκοπικῆς του διακονίας ἡ κοινωνία μὲ αὐτὸν διακοπτόταν ὄχι μὸνο ἀπὸ τὴν
Ἀνατολὴ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοπικὲς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.
Β. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ
Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.
1. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι
ἀπετέλεσαν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία κορυφαῖες στιγμὲς φανερώσεως τῆς ἐν τῇ
Ἀληθείᾳ ἑνότητός Της. Παράλληλα, ἡ
ἀρχαία Ἐκκλησία κατέστησε ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ὑπέρτατη Ἀρχὴ καὶ Αὐθεντία στήν
Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὶς
ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ὑποχρεοῦνται ὅλοι νὰ σέβονται.
2. Ἡ εὐθύνη τῆς
συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ στὸν αὐτοκράτορα, ὁ
ὁποῖος καθόριζε καὶ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Ἀσφαλῶς, ἡ συνεννόηση μὲ τοὺς
ἐπισκόπους τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν καὶ κυρίως μὲ τὸν Ρώμης καὶ τὸν
Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἐπιβεβλημένη. Ὅμως ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης
δὲν τοῦ παρεῖχε τὸ δικαίωμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν διαδικαστικῶν θεμάτων τῶν
Συνόδων, οὔτε δικαίωμα ἀρνησικυρίας.
3. Σὲ καμία Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο δὲν παρέστη προσωπικὰ ὁ ἴδιος ὁ
πάπας, ἀλλὰ στὶς περισσότερες ἐκπροσωπήθηκε. Ἐπίσης, σὲ καμία Σύνοδο δὲν
προήδρευσαν οἱ τοποτηρητές του. Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ρόλο τοῦ πάπα
Ρώμης στὴ κοινωνία τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία,
ἐκτός τοῦ θεολογικοῦ ζητήματος τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἀπεφάνθη καὶ ἐπὶ τοῦ
ζητήματος αὐτοῦ καταδικάζοντας τὸν πάπα Βιγίλιο μετὰ τὴν ἀδικαιολόγητη ἄρνησή
του νὰ συνεδρεύσει μὲ τοὺς ἄλλους Πατριάρχες. Γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία – στὴν
Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση – ὁ πάπας ὑπόκειται στὴ συνοδικὴ δικαστικὴ κρίση καὶ
ἐξουσία σὲ θέματα ὄχι μόνο πίστεως ἀλλὰ καὶ κανονικῆς τάξεως.
4. Τὸ κύριο ἔργο
τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὡς πρωτοθρόνου τῶν Πατριαρχῶν
ἦταν νὰ διατυπώσει στὴ δογματική του ἐπιστολή, ποὺ τρόπον τινὰ ἐπεῖχε θέση
κεντρικῆς εἰσηγήσεως στὴ Σύνοδο, τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση
ἐπὶ τοῦ ἀνακύψαντος θεολογικοῦ ζητήματος βάσει τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς διεξάγονταν
καί οἱ συνοδικὲς συζητήσεις. Συνεπῶς, ἡ θέση τοῦ πάπα Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐντὸς τῶν Συνόδων καὶ ὄχι ὑπεράνω αὐτῶν. Μόνο ὑπὸ τὴν
προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς στὶς συνοδικὲς διαδικασίες ὁ πάπας ἀναγνωριζόταν ὡς «κεφαλὴ
καὶ πατέρας καὶ πρῶτος» τῶν συνεδρευόντων αὐτῷ ἐπισκόπων καὶ πατριαρχῶν .
δὲν ἀποφαινόταν αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκουαν, ἀλλὰ «διασκέπτεται … μαζὶ μὲ
ὅλους».
Γ΄
Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
1. Ἡ Ἐκκλησία
ἐπεδίωκε μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως καὶ τὴ διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ποὺ προκαλοῦσε ἡ δράση τῶν
αἱρέσεων. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ συμμετοχή, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συμπόρευση τοῦ ἐπισκόπου
Ρώμης καὶ συνακόλουθα τῆς «μέχρι
τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» Ἐκκλησίας του στὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις
ἦταν ἀπαραίτητη, κυρίως γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἑνότητος μὲ τὴν ἀποτροπὴ τῆς
δημιουργίας σχίσματος. Ἔτσι, ὅταν αὐτὸ ἐπιτυγχανόταν, ἦταν ἰδιαίτερα ἔκδηλη ἡ
χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν συνοδικῶν Πατέρων τά ὁποῖα ἐκφράζονταν
μὲ ἔντονο τρόπο.
2. Ἡ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος ἀποφαίνεται ὡς ἀπόλυτη ἐξουσία ἔχουσα χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση
ἢ τὶς ἀποφάσεις μεμονωμένων προσώπων. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ ἀπὸ
τὸ σύνολο τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἔτσι, λήφθηκαν ἀποφάσεις ἀπόντος
τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἢ ἀκόμα καὶ παρὰ τὴν κατηγορηματικὴ ἀντίθεσή του. Ἐπιπλέον,
ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις πού γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις του, εἶχε
προηγηθεῖ ἡ βάσανος τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου μὲ βάσει τὴν μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ
παράδοση καὶ, ἐφ’ ὅσον ἐξασφαλιζόταν ἡ συνοδικὴ συμφωνία, τότε γίνονταν οἱ
προτάσεις τοῦ Ρώμης ἀποδεκτὲς.
Στὴ «συνοδικὴ
ψῆφο», τὸν Ὃρο τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς, ἔχει καταγραφεῖ μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ
κατηγορηματικὸ τρόπο ἡ θέση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας : «κατὰ τὰς κοινάς
συνδιασκέψεις τὸ φῶς τῆς ἀληθείας διαλύει τὰ σκότη τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἐκεῖ
τίθενται ὑπὸ κρίσιν τὰ ἐξ ἑκατέρου μέρους προτεινόμενα πρὸς συζήτησιν. Διότι εἰς
τὰ ζητήματα πίστεως κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προδικάσει κάτι διὰ λογαρισμὸ
τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ὅλοι μας ἔχομεν τὴν ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας».
Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι
προεῖδε τὴν ἐξέλιξη τῆς Δύσεως καὶ δογμάτισε καταδικάζοντας ρητῶς καὶ ἀπεριφράστως
τὸ περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Α΄ Βατικανῆς:
Γιὰ τὴ Σύνοδο ὁ πάπας δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλάθητος οὔτε ex sese, οὔτε ex
consensu Ecclesiae.
3. Ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλὰ
παράλληλα καὶ ἡ ἰσότητα τῶν πέντε Πατριαρχῶν ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς
«τύπους ὑπογραφῆς» τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Ὅλοι οἱ πατριάρχες καθὼς καὶ οἱ ἐπίσκοποι
ὑπογράφουν στὸν αὐτὸ «τόπο» καὶ μὲ ἑνιαῖο τρόπο σύμφωνα μὲ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν
πατριαρχικῶν Θρόνων. Ἀσφαλῶς ὡς πρωτόθρονος ὑπογράφει πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης.
Ὁ πάπας οὐδέποτε διεκδίκησε, καὶ οὔτε θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ χορηγήσουν ἰδιαίτερο τύπο ὑπογραφῆς.
Δ.
Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες.
1. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὡς ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπηχοῦν ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ διαμορφώνουν τὸ ἦθος καὶ τὴν
πράξη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ
περιφρόνηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους καὶ τῆς ἰσχύος τῶν κανόνων.
2. Βασικοὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται
στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πρωτοθρόνων πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι οἱ A-6,
A-7,
Β-3, Δ-28 καὶ Στ-36.
Ὁ πλέον καθοριστικὸς γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, εἶναι
ὁ Δ-28, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τὸν Β-3 καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ Στ-36. Ἡ
σπουδαιότητα τοῦ Δ-28 ἔγκειται στὸ περιεχόμενό του ἀλλὰ καὶ στὴ διαδικασία
ἐκδόσεως. α) Ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο
: περιβάλλει μεν μὲ κανονικὸ κῦρος τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Ρώμης, χορηγώντας στὸν
Κωνσταντινουπόλεως «τὰ ἴσα πρεσβεῖα» μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα
προσβάλλει τὸ καιριότερο σημεῖο ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ – κατὰ τὴ Ρώμη – ὑπεροχὴ
τοῦ παπικοῦ θρόνου ἔναντι τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων: τὴν «πέτρεια» ἀποστολικότητα
καὶ τὴν «θείῳ δικαίῳ» χορήγηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας.
β) Ὡς πρὸς τὴ διαδικασία ἐκδόσεως:
Ἡ ὑπὸ τὸν Μ. Λέοντα κατηγορηματικὴ ἀντίθεση καὶ οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρώμης ὄχι μόνο δὲν ἀκύρωσαν τὸν Δ-28,
ἀλλὰ οὔτε καὶ μείωσαν τὸ κῦρος, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν οἰκουμενικότητά του. Καὶ αὐτὸ ἦταν
αὐτονόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, διότι ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία
ἀκύρωση συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία
ἢ ἕνα πρόσωπο. Δὲν ἀναγνωριζόταν οὔτε στὸν πάπα τῆς Ρώμης κάποιο δικαίωμα ἐγκρίσεως
ἢ ἀπορρίψεως τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων . ἀντιθέτως αὐτὸς ὑποχρεωνόταν
σὲ συμμόρφωση.
3. Οἱ ρωμαϊκὲς ἀντιλήψεις πού μὲ ἰδιαίτερο
σθένος ὑποστήριξε ὁ πάπας Μ. Λέων περὶ «πετρείου» ἀποστολικότητος τῶν Ἐκκλησιῶν
Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τῆς, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποστολικότητος,
χορηγήσεως σέ αὐτές πρεσβείων δὲν ἀπέκτησαν κανένα κανονικὸ ἔρεισμα καὶ οὔτε ἄσκησαν
κάποια ἐπίδραση στὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ Ρώμη δὲν τὶς ἀποδέχθηκε
ἐν τῇ πράξει καὶ σύντομα τὶς ἐγκατέλειψε.
4. Ἡ Στ΄
ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ πέντε κανόνες καταδικάζει ἔθιμα ποὺ εἶχαν ἐπικρατήσει στὴν Ἐκκλησία
τῆς Ρώμης.
Ε.
Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὴν Ἀνατολὴ
καὶ τὴ Δύση . «ἡ ἀρχὴ τῆς
ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι».
Στὸν ἐπίσημο Θεολογικὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μὲ τὴ Ρώμη ἔχει κατατεθεῖ ὡς πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου ποὺ δημιουργοῦν
τὰ παπικὰ δόγματα στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ περίφημη «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας
ἐν τῇ ἑνότητι». Ἡ πρόταση αὐτὴ, κατά τοὺς εἰσηγητές της, βασίζεται στὴν ἀπόφαση
τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 879-880[1],
ἀλλὰ μέ τόν τρόπο πού προτείνεται, οὐσιαστικὰ ὑλοποιεῖ τὸ «περὶ Οἰκουμενισμοῦ»[2]
Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς[3] καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα
τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ τῶν δογμάτων. Δηλαδή, οἱ μὲν Δυτικοὶ νὰ ἀποδέχονται
τὸ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου δόγμα καὶ τὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ὅπως
ἔχουν διατυπωθεῖ στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαίτηση νὰ
τὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἀνατολή, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ μποροῦν νὰ μὴν τὰ ἀποδέχονται, ἀλλὰ
καὶ νὰ μὴν τὰ χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πίστη καὶ πράξη
τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τή διατύπωση τοῦ τότε Καρδιναλίου J. Ratzinger καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου XVI[4]! Σύμφωνα μέ
τήν πρόταση αὐτή καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία
ἔτσι πολιτεύτηκε: ἡ μὲν Δύση ἀποδεχόταν τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβάλει
στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἀνατολὴ ἀνεχόταν τὴ διαφοροποίηση αὐτὴ τῆς Δύσεως χωρὶς νὰ τὴν
καταδικάζει ὡς ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ . διαφορετικὰ πίστευε ἡ
Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἴμαστε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία[5]
. ἢ μὲ ἄλλα λόγια «ἡ νόμιμη διαφορὰ δὲν εἶναι καθόλου ἀντίθετη στὴν
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὸ κόσμημά της καὶ συντελεῖ ὄχι λίγο στὴν
ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της»[6].
Πρὶν
προβοῦμε στὴν ἀπαραίτητη σύντομη κριτικὴ στὴν πρόταση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε
τὴν πραγματικὴ διάστασή της. Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἦταν
ὁ λόγος τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ στοὺς Καθολικοὺς Ἀνατολικοὺς Πατριάρχες (Οὐνίτες)
τὴν 29.9.1998.
Εἶπε
μεταξὺ ἄλλων ὁ πάπας στοὺς Οὐνίτες Πατριάρχες: «Σᾶς ζητῶ νὰ παράσχετε τὴ
βοήθειά σας στὸν πάπα ἐν ὀνόματι τῆς ὑπευθυνότητας στὴν ἐπανασύσταση τῆς
πλήρους κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (OL § 24). Εἶσθε ὑπεύθυνοι διότι εἶσθε
οἱ Πατριάρχες τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μοιράζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἕνα μεγάλο
μέρος τῆς θεολογικῆς, λειτουργικῆς, πνευματικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως. Γιὰ τὸ
λόγο αὐτὸ ἐπιθυμῶ οἱ Ἐκκλησίες σας νὰ εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν συνεργάτες στὸν οἰκουμενικὸ
διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο, εἴτε σὲ τοπικὸ εἴτε σὲ παγκόσμιο
ἐπίπεδο» καὶ συνέχισε ὁ πάπας «Ὁ ἰδιαίτερος ρόλος τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (σημ. συντ: Οὐνιτῶν) ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτὸν πού
παραμένει κενὸς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως πλήρους κοινωνίας μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Τόσο τὸ διάταγμα Orientalium Εcclesiarum τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὅσο καὶ ἡ Ἀποστολικὴ
Διάταξη Sacri Canones
(σ. ΙΧ-Χ) μὲ τὴν ὁποία δημοσιεύθηκε ὁ CCEO κατέστησαν σαφὲς πόσο ἡ ὑφιστάμενη
κατάστασις καὶ οἱ κανόνες οἱ ὁποῖοι τὴν διέπουν εἶναι προσανατολισμένοι πρὸς τὴν
πλήρη κοινωνία τὴν τόσο ἐπιθυμητὴ μεταξύ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν. Ἡ συνεργασία σας μὲ τὸν πάπα θὰ ἀποδείξει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅτι
ἡ παράδοση τῆς ‘’συνεργείας’’ μεταξὺ Ρώμης καὶ τῶν Πατριαρχείων συνεχίζει νὰ ὑφίσταται
– ἂν καὶ περιορισμένη καὶ τετρωμένη – καὶ μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναπτυχθεῖ γιὰ τὸ
καλό τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ»[7].
Τὰ ἀνωτέρω
καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ Ρώμη ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει – παρὰ τὶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου
διαβεβαιώσεις[8]
– ἡ πλήρης κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἐπιτευχθεῖ βάσει μιᾶς βελτιωμένης ἐκδόσεως
τῆς Οὐνίας[9]
πού νὰ μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους[10].
Πρὸς αὐτὴ τὴ στόχευση ἡ συμβολὴ τῆς ἀρχῆς τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι»
εἶναι καθοριστική[11],
παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἱστορικὰ ἐπιβεβαιώνεται, οὔτε θεολογικὰ μπορεῖ νὰ
γίνει ἀποδεκτή, ὅπως παρουσιάζεται.
Ἡ μελέτη τῶν
πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὡς ἱστορικὰ ἀνεπέρειστο τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι
στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς α΄ χιλιετίας διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση
ἀναφορικὰ μὲ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἀντίθετα προκύπτει μὲ σαφήνεια ὅτι
παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωριζόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἐκ τοῦ Ἀπ. Πέτρου
καταγωγή, ἐν τούτοις ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια τὴ Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία δὲν ἦταν
ἀποδεκτὴ καμία μορφὴ παπικῆς ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας (πρωτεῖο ἐξουσίας) ἐφ’
ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἀναγνωριζόταν στὸν πάπα ἀποκλειστικὸ δικαίωμα
στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως, καὶ μάλιστα ἀλάθητο. Ὑπενθυμίζουμε ἐπιγραμματικὰ :
1. Τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους καὶ τῶν
παπικῶν λεγάτων τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου τῶν δογματικῶν ἐπιστολῶν τῶν παπῶν Μ.
Λέοντος, Ἁγ. Ἀγάθωνος καὶ Ἁγ. Ἀδριανοῦ μὲ
τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
2. Τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ.
Λέοντος τοῦ Μεγάλου ἐναντίον τοῦ Δ-28, οἱ ὁποῖες δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς οὔτε ἀπὸ
διαδόχους του καὶ σύντομα ἐγκαταλή-φθηκαν καὶ στὴ Δύση μέχρι τήν ἐποχή τοῦ
Σχίσματος.
3. Τὴν ἄρνηση κατ’ ἀρχήν τῶν
δυτικῶν λατίνων ἐπισκόπων νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς περὶ πίστεως ἀποφάσεις τοῦ πάπα
Ρώμης Βιγιλίου καὶ συνακόλουθα τὶς κατ’ ἐπανάληψιν καταδικαστικὲς ἀποφάσεις
Δυτικῶν Συνόδων (πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ) ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου πάπα.
4. Τὴν κατ’ ἐπανάληψιν ἐκφρασθεῖσα
αὐτοσυνειδησία τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα Βιγιλίου, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διεκδίκησε
κάποια, δῆθεν θείῳ δικαίῳ, ὑπερέχουσα ἐξουσία ἢ «πέτρειο» αὐθεντία βάσει
τῆς ὁποίας ὑπεχρεοῦτο ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες νὰ πειθαρχήσουν σ’ αὐτόν.
Ἐπίσης, ὁ πάπας Βιγίλιος δὲν ἔθεσε θέμα ἀντικανονικότητος ἢ ἀκυρότητος τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου λόγῳ τῆς διαφωνίας καὶ ἀπουσίας του. Ἀντίθετα, ὑποσχέθηκε ρητῶς ὅτι θὰ
συμμορφωθεῖ στὴν ὅποια περὶ πίστεως ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ
θεώρησε δίκαιη τὴν κατ’ αὐτοῦ καταδικαστικὴ ἀπόφασή της.
5. Τό ὅτι ἡ σύγκληση ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πάπα Ἁγ. Ἀγάθωνα τῆς Συνόδου τῶν 125 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς
περιοχὲς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης γιὰ τὴ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση
καὶ ἀπόφανση ἐπὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ μονοθελητισμοῦ δείχνει τὴν πράξη καὶ τὸ
στέρεο ἐκκλησιολογικὸ ἦθος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἐνδεικτικὴ εἶναι καὶ
ἡ ἀναφορὰ τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης ὅτι «ἐμεῖς μὲ πολὺ κόπο συγκεντρωθήκαμε»
ἀπὸ «τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» μὲ σκοπὸ νὰ συνδιασκεφθοῦμε ἐν Συνόδῳ «ἵνα
ἐξ ὅλης τῆς κοινότητος τῆς δουλικῆς ἡμῶν
συνόδου ἡ ἡμετέρα ἀναφορὰ γενήσoιτο. μήπως ἐὰν μονομερῶς τὸ πραττόμενον
γνωσθήσηται, τὸ μέρος λάθῃ».
6. Τὴ σύμπραξη τῆς Ρώμης στὴν καταδίκη
τοῦ πάπα Ὁνωρίου στὴν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
7. Ὅτι ἡ Δύση ἀποδέχονταν τὸν
καθοριστικό ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα στὸ διαδικαστικὸ μέρος τῆς Συνόδου καὶ ποτέ
δέν ἐπέμεινε στὴ ἀνάληψη τῆς προεδρίας τῶν Οἰκουμενικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν
Συνόδων τῆς Δύσεως ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ἀποκρισαρίους.
8. Ὅτι μία σειρὰ κανόνων τοπικῶν
Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων ἐπικυρωμένων ἀπὸ τὸν Στ-2 καὶ Ζ-1 ἐπιμαρτυροῦν ὅτι στὴν
Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ στὸν ἐπίσκοπό της καὶ ἡ ἀρχαία Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώριζε,
ὅπως καὶ ἡ Ἀνατολή, μεγάλο σεβασμὸ καὶ πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλὰ ὄχι πρωτεῖο
δικαιοδοσίας ἢ καὶ ἀλαθήτου καθορισμοῦ τῆς πίστεως . τὰ πρακτικὰ τῶν ἐν Καρθαγένῃ
Συνόδων τῆς λατινικῆς βορειοαφρικανικῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀποφάσεις τους γιὰ ἀπαγόρευση
τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς στὴ Ρώμη ἢ ἡ διένεξη μεταξύ τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου καί τοῦ
Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρχηδόνος γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν αὐτὸ ὑποδηλώνουν.
9. Τέλος, ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς
τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης εἶναι ὁ πλέον ἐκφραστικός τοῦ κινδύνου πού διέβλεπαν
οἱ λατῖνοι Πατέρες τῆς Β. Ἀφρικῆς κάτω ἀπὸ
τὴν, ἐν τῇ γενέσει της, ἀπαίτηση τῆς Ρώμης γιὰ ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της στὴν
κρίση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀφρικῆς: «Ἐκβιβαστάς τοίνυν κληρικοὺς ὑμῶν τινῶν αἰτούντων
μὴ θέλετε ἀποστέλλειν, μήτε παραχωρεῖν, ἵνα μὴ τὸν καπνώδη τῦφον τοῦ κόσμου
δόξωμεν εἰσάγειν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ, ἣτις τὸ φῶς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς
ταπεινοφροσύνης τὴν ἡμέραν τοῖς τὸν Θεὸν ἰδεῖν ἐπιθυμοῦσι προσφέρει».
Τὰ ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνουν ὅτι
καί στή Δυτικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀναγνωριζόταν
στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης «πέτρειο πρωτεῖο» ἢ «πέτρειο λειτούργημα ἑνότητος»,
οὔτε κάποια ὑπερέχουσα ἐξουσία ἐφ’ ὅλης
τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὸ δικαίωμα τῆς ἀλαθήτου
ἐκφράσεως τῆς πίστεως. Ἔτσι, οἱ σποραδικὲς ἐκφράσεις παπικῶν ἀντιπροσώπων ἢ ὁρισμένων
ἐπιστολῶν καὶ ἂν ἀκόμα ἑρμηνευθοῦν ὡς δηλωτικὲς ἀπαιτήσεως κάποιου πρωτείου ἐξουσίας
δὲν ἐξέφραζαν σύνολη τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία, οὔτε ἀπηχοῦσαν τὴ δυτικὴ θεολογία σὲ ὅλη
τὴν ἔκταση δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Συνεπῶς, κατά τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὶς
βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸν ρόλο τῶν ἐπισκόπων τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν
συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑπῆρχε ταυτότητα ἀπόψεων μεταξὺ Ἀνατολῆς
καί Δύσεως.
Ἐπὶ πλέον δέ, καὶ ἂν ἀκόμα
θεωρήσουμε ὅτι ὑπῆρχε σημαντικὴ διάσταση ἀπόψεων Ἀνατολῆς - Δύσεως κατὰ τοὺς ὀκτὼ
πρώτους αἰῶνες, ἀναφορικὰ μὲ τὴν οὐσία καὶ τὸ ρόλο τοῦ τιμητικοῦ πρωτείου τοῦ
Ρώμης – γεγονὸς ποὺ ὅπως καταδείξαμε δέν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πρακτικὰ καὶ τὶς
ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων – θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ διαφορὰ μὲ
τὴ σημερινὴ πραγματικότητα εἶναι ἀβυσσαλέα μετὰ τὴ δογματοποίηση τῆς δῆθεν ὑπεροχικῆς
ἐξουσίας τοῦ Ἀπ. Πέτρου ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου
στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους! Τότε εἴχαμε ἀντιμέτωπες ἁπλὲς δηλώσεις ἢ ἑρμηνεῖες
. σήμερα, μετὰ τίς δύο αὐτές Βατικανές Συνόδους, ἔχουμε –
κατά τή Ρώμη – κεφαλαιώδη δόγματα πίστεως πού ἀνήκουν στὴν «οὐσιαστικὴ καὶ
ἀμετάκλητο δομὴ τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἡ ἄρνηση τῶν ὁποίων, ὡς ἐκ τούτου, ἐπισύρει
ἀναθεματισμοὺς τῆς «οἰκουμενικῆς» Α΄ Βατικανῆς, ποὺ παραμένουν σὲ ἰσχὺ καὶ μέ τὴ
Β΄ Βατικανὴ «οἰκουμενικὴ» Σύνοδο.
Κατά συνέπεια, ἡ προσπάθεια
κύκλων τινῶν νὰ παρουσιάσουν τὰ παπικὰ δόγματα τῆς Α΄ Βατικανῆς ὡς τῆς αὐτῆς
βαρύτητος μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν παπικῶν λεγάτων ἢ τῶν παπικῶν ἐπιστολῶν
τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι σαφῶς παραπειστική.
Ἐπίσης, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀρχῆς
τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» ὄχι σὲ ἥσσονος σημασίας ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα, ἀλλὰ
σὲ βασικὰ ἐκκλησιολογικὰ δόγματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἴδιας τῆς δομῆς καὶ ὑποστάσεως
τῆς Ἐκκλησίας[12] εἶναι
καὶ ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἀπαράδεκτη. Ἐὰν, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησιο-λογία
τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ἄρνηση τῶν παπικῶν δογμάτων καταδεικνύει σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ
ἔλλειμμα[13]
τότε δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησίας
μὲ ἐκκλησιολογικὲς ἐλλείψεις! Ἐπιπλέον, εἶναι ἀδιανόητο τὸ δυτικὸ μέρος τῆς ὑπὸ σύσταση(;) νέας «ἑνωμένης
Ἐκκλησίας» νὰ θεωρεῖ ὡς ἐκκλησιολογικῶς θεμελιώδη δόγματα τὰ περὶ τοῦ Ἀπ.
Πέτρου καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου (σύμφωνα μέ τήν Α΄ καί τή Β΄ Βατικανή) καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα
νὰ τὰ ἀρνεῖται. Οὐδέποτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ τὰ δόγματα πίστεως ἦσαν ὑποχρεωτικά γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς μόνο μιᾶς
συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιοχῆς (ἢ ρυθμοῦ!), ἐνῶ σὲ ἄλλη περιοχή ὑπῆρχε ἡ
δυνατότητά μὴ ἀποδοχῆς τους. Δὲν νοεῖται
νὰ ἀνήκουμε στὴν ἴδια «ἑνωμένη Ἐκκλησία» καὶ οἱ μὲν Δυτικοί νὰ δέχονται ὡς
δόγμα πίστεως ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται
ex cathedra, οἱ δὲ λοιποί κατηγορηματικὰ νὰ τὸ ἀρνοῦνται.
Καθίσταται λοιπόν προφανὲς ὅτι
εἶναι ἀδιανόητη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀρχὴ τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι»,
ὅπως ἐσχάτως ἔχει νοηματοδοθεῖ, καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα πρόταση τοῦ
καρδιναλίου, τότε, καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου ΧVI.
Ἂν
λοιπὸν ἡ «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως παρουσιάζεται τελευταῖα, δὲ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ γιὰ τὴν
πολυπόθητη ἕνωση Ἀνατολῆς-Δύσεως, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἐνδεδειγμένη πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση
τῆς διαιρέσεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν; Νομίζω πώς μοναδική ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ εἰλικρινὴς
μετάνοια, ἡ ὁποία προϋποθέτει - καὶ ταυτόχρονα πραγματώνεται μὲ - τὴν ἐν
ταπεινώσει ἐπιστροφὴ στὶς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες
ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ἡ ταπείνωση θὰ ἑλκύσει τὴ θεία Χάρη και τότε θὰ πραγματοποιηθεῖ ὄχι ἕνας
ἀδόκιμος διπλωματικὸς συμβιβασμὸς μὲ ἀμφίσημες διατυπώσεις, ὁ ὁποῖος θὰ
προσθέσει μόνο πικρία καὶ προβλήματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ καὶ γνήσια «ἑνότητα
πίστεως καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
[1] MANSI 17, 489B
: «Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν . ἕκαστος
θρόνος ἔχει ἀρχαῖά τινα παραδεδομένα
ἔθη. καὶ οὐ χρὴ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους διαφιλονικεῖν καὶ ἐρίζειν. φυλάττει μὲν γὰρ ἡ τῶν Ρωμαίων
ἐκκλησία τά ἔθη αὐτῆς καὶ προσῆκον ἐστι.
φυλάττει δὲ καὶ ἡ Κωνσταντινοπολιτῶν ἐκκλησία ἴδιά τινα ἔθη ἄνωθεν παραλαβοῦσα
. ὡσαύτως καὶ οἱ τῆς Ἀνατολῆς θρόνοι». Ἡ Σύνοδος ὅμως, ὅπως στὴ συνέχεια
ἀναφέρε-ται, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀθρόον χειροτονία καὶ ὄχι γιὰ κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικὰ ζητήματα τὰ
ὁποῖα ἅπτονται τῆς ἴδια τῆς δομῆς καὶ τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πίστεως
ὅπως εἶναι τὰ παπικὰ δόγματα γιὰ τὴ Ρώμη.
[2] Ἀναλυτικότερα
γιά τήν ἐκκλησιολογία τοῦ UR ἀπό Ὀρθοδόξου
πλευρᾶς, βλ. Π. Χίρς, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄
Βατικανῆς Συνόδου, Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης 2014.
[3] «Μποροῦμε
ἀνεπιφύλακτα νά ποῦμε ὅτι στὴν “καρδιὰ”
τοῦ Διατάγματος συναντοῦμε τὸ θέμα τῆς ἑνότητας καὶ τῆς διαφορετικότητας. Καὶ
παρόλο ποὺ τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἐκτίθεται ἔκδηλα στὰ τρία κεφάλαια τοῦ κειμένου,
ὡστόσο αὐτὸ διαφαίνεται ὡς τρόπος ἀναγνώσεως
καὶ συνοχῆς ὅλου τοῦ κειμένου», βλ. W. Henn, «At the Heart of Unitatis Redintegratio. Unity in Diversity», Gregorianum 88(2007) 2, 330 κἑ. «Διάταγμα γιὰ
τὸν Οἰκουμενισμὸ», §16-18,
στὸ Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ.
Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 483: «Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχές, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀκολουθοῦσαν δική τους κανονικὴ τάξη, ἐπικυρωμένη ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ἀπὸ τὶς Συνόδους, ἀκόμα καὶ τὶς Οἰκουμενικές. Μία κάποια διαφορετικότητα ἐθίμων καὶ συνηθειῶν, ὅπως προείπαμε, δὲν ἀντιβαίνει στὸ ἐλάχιστο στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὴν ὡραιότητά της καὶ ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη βοήθεια στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της. Γι’ αὐτὸ ἡ ἱερὴ Σύνοδος, γιὰ νά ἐκλείψει κάθε ἀμφιβολία, δηλώνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀναγκαίας ἑνότητας ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ ρυθμίζουν τὴ δική τους κανονικὴ τάξη, ὡς περισσότερο ἁρμόζουσα στὸν χαρακτήρα τῶν πιστῶν τους καὶ καταλληλότερη γιὰ νὰ προάγει τὸ καλὸ τῶν ψυχῶν. Ἡ τέλεια τήρηση αὐτῆς τῆς παραδοσιακῆς ἀρχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀλήθεια δὲν τηρήθηκε πάντοτε, ἀνήκει σὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ ἀπαιτοῦνται ἀπολύτως ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε πρὶν γιὰ τὴ νόμιμη διαφορετικότητα πρέπει νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὴ διαφορετικὴ διατύπωση τῶν θεολογικῶν διδασκαλιῶν», βλ. καί Παπικὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» («Ut unum sint») τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου 1995,
Libreria Editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦ, § 57. Ἡ πρόταση τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ» ἐτέθη ὡς βάση γιά τὴν ἕνωση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄, στόν ὁποῖο ἀπάντησε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1895, στό Ἰ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 2, ἐν Ἀθήναις 1953, σ. 934 κἑ. Στὸ ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καὶ τὸ «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες» (Orientalium
Ecclesiarum), βλ. Ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος. Διατάξεις-Διατάγματα-Δηλώσεις-Μηνύματα, ἐπιμ. Ἰω. Ἀσημάκης - Λ. Κισκινής, Analecta Theologica 8, ἔκδ. Ἀποστολικὸν Βικαριᾶτον Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 491.
[4] Κατά τον J. Ratzinger: «Ἀναφορικὰ μὲ τὴν περὶ πρωτείου διδασκαλία, ἡ Ρώμη δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε καθοριστεῖ καὶ εἶχε βιωθεῖ κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία… Ἡ ἐπανένωση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ πάνω
στὴ βάση ὅτι ἡ Ἀνατολὴ θὰ παρῃτεῖτο ἀπὸ τὸ νὰ πολεμᾶ τὴ δυτικὴ ἐξέλιξη τῆς
β΄χιλιετίας ὡς αἱρετικὴ καὶ θὰ ἀναγνώριζε τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ ἐκείνη τὴ
μορφὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ ἀπὸ ἄποψη πίστης, στὴν ὁποία ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία
βρέθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας, ἐνῶ ἀντίστροφα ἡ Δύση θὰ
ἀναγνώριζε τὴν Ἀνατολὴ ὡς νόμιμη καὶ ὀρθὴ στὴν πίστη σὲ ἐκείνη τὴ μορφὴ τὴν
ὁποία αὐτὴ διατήρησε στὴν ἱστορία της» (J.
Ratzinger, Theologische Prinzipienehre :
Bausteine zur
Fundamentaltheologie, Munich
1982, σ. 209). Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου (τότε)
Ἐλβετίας κ. Δαμασκηνοῦ («Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον
διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς,
52-67(1977-1981) 508, D. Papandreou, “Ein Beitrag zur Uberwindung der Trennung
zwischen der romisch-katholischen und der orthdoxen Kirche” στὸ Vasilios von Aristi, Das Papsamt: Dienst oder Hindernis
für die Ökumene ? Regensburg 1985, σ. 162, 166-167), τοῦ H. Scutte, στὸ Χρ. Σαββᾶτος (νῦν Μητρ. Μεσσηνίας), Τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, Ἀθήνα 2006, σ. 14 καὶ τοῦ E. Lanne, στό Δαμασκηνοῦ, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981) 516-517.
Ἂς ἐπιτραπεῖ μία διαπίστωση μὲ πολὺ πόνο στὰ ὑπὸ τοῦ Ratzinger λεχθέντα: εἶναι ἰδιαίτερα τραγικὸ μία ὁλόκληρη τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ μεγαλύτερη, ἡ ἐνδοξότερη καὶ εὐκλεέστερη τῆς α΄ χιλιετίας νὰ ἔχει περιέλθει σὲ τέτοια σύγχυση, ὥστε:
·
νὰ θεωρεῖ θετικὴ θεολογικὴ ἐξέλιξη καὶ πρόοδο τὰ ὅσα ἔχουν συντελεστεῖ στὴ β΄ χιλιετία ἀναφορικὰ μὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο!
·
νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὴν ἄρνηση τῆς θεόπνευστης, κανονικῆς, ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ παραδόσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων!
·
νὰ θεωρεῖ ὡς θεολογικὴ πρόοδο τὸ θεμελιωμένο πάνω στὶς πλαστογραφίες τοῦ ζοφεροῦ Μεσαίωνα (τὴν ψευδο-Κωνσταντίνειο Δωρεὰ καὶ τὶς ψευδο-Ἰσιδώρειες Διατάξεις) παπικὸ θεσμὸ (Προσχέδιο Κρήτης, § 15)!
Παρακαλῶ ἂς μὴν ἐκληφθεῖ ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὡς ἐχθρικὴ ἢ πολεμικὴ κατὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλὰ μόνο ὡς ἔκφραση θλίψεως καὶ πόνου καί ταυτόχρονα καὶ ἀνησυχίας καὶ ἐγρηγόρσεως γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους!
[5] Ἡ θέση αὐτὴ ρητὰ ἔχει διατυπωθεῖ στὸ «Προσχέδιο τῆς Κρήτης» στὶς §§ 15, 22 καὶ ἰδιαιτέρως στὴν τελευ-ταία § 32 : «Ἡ ἐμπειρία τῆς πρώτης χιλιετίας ἐπηρέασε βαθειὰ τὴν πορεία τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Παρὰ τὴν ἀναπτυσσόμενη διάσταση καὶ τὰ προσωρινὰ σχίσματα κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ἡ κοινωνία ἀκόμη διατηρεῖτο μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατο-λῆς. Ἡ ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι, ἡ ὁποία ἔγινε κατηγορηματικὰ δεκτὴ στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἔγινε τὸ 879-80, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ θέμα στὸ παρὸν αὐτὸ στάδιο τοῦ διαλόγου μας. Σαφεῖς διαστάσεις στὴν ἀντίληψη καὶ ἑρμηνεία δὲν ἐμπόδισαν Ἀνατολὴ καὶ Δύση νὰ παραμείνουν σὲ κοινωνία. Ὑπῆρχε δυνατὴ αἴσθηση ὅτι ὑπάρχει μία Ἐκκλησία, καὶ ἀποφασιστικότητα νὰ παραμένουμε σὲ ἑνότητα ὡς ἕνα ποίμνιο μὲ ἕνα ποιμένα (Ἰωάν. 10, 16). Ἡ πρώτη χιλιετία ἡ ὁποία ἔχει ἐξετασθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο τοῦ διαλόγου μας, εἶναι ἡ κοινὴ παράδοση ἀμφοτέρων τῶν Ἐκκλησιῶν μας. Στὶς βασικὲς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς οἱ ὁποῖες ἔχουν συνταυτισθεῖ ἐδῶ, αὐτὴ ἡ κοινὴ παράδοση θὰ πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ ὡς πρότυπο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας». Παρόμοια ἔχει ὑποστηρίξει καὶ ὁ Δαμασκηνὸς Τρανουπόλεως, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς, 52-67(1977-1981)
508.
[6] Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (ut unum sint) τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου Παύλου Β΄ γιὰ τὸ Οἰκουμενικὸ καθῆκον, 25 Μαΐου 1995, § 50, Liberia editrice Vaticana, Πόλη τοῦ Βατικανοῦ, σ. 62.
[7] «Le rôle
particulier des Églises orientales catholiques correspond à celui qui est resté
vacant à cause du manque de communion complète avec les
Églises orthodoxes. Aussi bien le Décret Orientalium
Ecclesiarum du Concile Vatican II
que la Constitution apostolique Sacri
canones (p. IX-X) qui a
accompagné la publication du Code
des canons des Églises orientales, ont
mis en évidence combien la situation présente, et les règles qui la régissent,
sont dirigées vers la pleine communion tant souhaitée entre l'Église catholique
et les Églises orthodoxes. Votre collaboration avec le Pape et entre vous
pourra montrer aux Églises orthodoxes que la tradition de la «synergie» entre
Rome et les Patriarcats s'est maintenue - bien que limitée et blessée -,
qu'elle s'est peut-être même développée pour le bien de l'unique Église de
Dieu, répandue par toute la terre», La documentation
catholique, no 2192, 15.11.1998. σ. 951-953 καί στό διαδικτυακό τόπο : www.la-croix.com/Urbi-et-Orbi/Documents/
Actes-du-Pape/Aidez-l-eveque-de-Rome-dans-sa-reflexion-sur-son-ministere-d-unite-2013-04-09-935467
[8] «Ἡ Ἁγία (Β΄ Βατικανὴ) Σύνοδος πολὺ χαίρεται γιὰ τὴν καρποφόρα καὶ δραστήρια συνεργασία τῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης καὶ ταυτόχρονα δηλώνει : ὅλες αὐτὲς οἱ κανονικὲς διατάξεις καθορίστηκαν γιὰ τὶς παροῦσες συνθῆκες, ἕως ὅτου ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ διαιρεμένες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες ἑνωθοῦν στὴν πληρότητα τῆς κοινωνίας» (ΟΕ § 30, στὸ B΄ Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 504. Πάντως
ἡ Σύνοδος «πολύ χαίρεται» γιὰ τὸ μέχρι τώρα ἔργο τῆς Οὐνίας …
[9] Γιὰ τὴν Οὐνία στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τὴ
Ρώμη βλ. Θ. Ζήση, Οὐνία, Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, ἔκδ. Βρυέννιος,
Θεσσαλονίκη 2002, Γ. Καψάνη, «Οὐνία, Ἡ μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ», Παρακαταθήκη, 60(2008), 3-10. Ἱστορικὴ προσέγγιση τῆς Οὐνίας, βλ. Γ. Μεταλληνός, Δ. Γόνης, Η. Φρατσέας, Εὐ.
Μοράρου, Ἐπισκ. Βανάτου Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), Ἡ Οὐνία, χθὲς καὶ σήμερα,
ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1992. Ἐκτενέστερη βιβλιογραφία γιὰ τὴν Οὐνία, βλ.
Κ. Κωτσιόπουλος, Ἡ Οὐνία στὴν Ἑλληνικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία,
ἔκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993.
[10] Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ Ρώμη προβάλει τίς
διατάξεις τοῦ «Διατάγματος γιὰ τὶς
Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες» ὡς «ἕνα εἶδος “ἐγγύησης” ὅτι ἡ ἐπανεύρεση τῆς κοινωνίας μὲ τὴ Ρώμη δὲν
συνεπάγεται καμιὰ ἀποποίηση τῶν ἴδιων στοιχείων τῶν μὴ λατινικῶν ἐκκλησιαστικῶν
παραδόσεων»! (B΄
Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 491.
[11] Θ. Ζήση, «Ἡ οὐνία ὡς πρότυπο ψευδοῦς
ἑνότητος. Τὰ ὅρια τῆς ποικιλομορφίας ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἑνότητα», - «Πρωτεῖον»
Συνοδικότης καὶ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς Ἡμερίδος, ἔκδ.
Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011,
σ. 107-114.
[12] Congregatio pro Doctrina
Fidei, Letter Communionis notio, § 17. 3 (28.5.1992),
στή διαδυκτιακή τοποθεσία www.vatican.va/roman_curia/congregations/cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_28051992_communionis-notio_en.html.
[13] «Unitatis Redintegratio»
(«Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ») Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου § 3, στὸ B΄
Βατικανῆς, Κείμενα, σ. 471. Ἰ. Μαραγκοῦ, Οἰκουμενικὰ Α΄, Ἀθήνα 1986, σ. 33,
καὶ ἡ ἀπὸ 29.6.2007 ἀπάντηση τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴ Διδασκαλία τῆς Πίστεως
(Congregatio pro Doctrina Fidei) τῆς Ρωμαϊκῆς Κουρίας, στή διαδικτυακή
τοποθεσία www.vatican.va/roman_curia/congregations/
cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_200 70629_responsa-quaestiones_en.html.
CONCLUSIONS
From
the careful study of the acts and decisions of the Ecumenical Synods we can
define with certainty the place of the Church of Rome and her bishop within the
communion of all the local Churches during the era of the Ecumenical Synods:
A. The Church and Bishop of Rome
1. The increased
prestige and exceptional honor which was conferred upon the Church of Rome is
clear. Consequently the Church also recognized a primacy of honor and as the
first see in the order of that which was associated with the exceptional
dignity of the Patriarchal Thrones. The reasons are clear: a) It was the Church
of “glorious Rome”,
the capital of the empire, b) it was active in spiritual life and carried out a
pastoral care for the local Churches which surrounded it and c) it was the only
city in the Latin west which had received the presence and preaching of the
First Leaders of the Choir of the Apostles who had been martyred there and
whose tombs wee located in Rome.
2. In particular, the
Church of Rome could boast of its apostolic lineage from the “leaders of the
Apostolic choir” [Sts. Peter and Paul] which came to later be limited to [a
lineage from St. Peter alone] and expressed with the term “petrine”. It is necessary to note however that in none
of the canons of the Ecumenical Councils is attribution of any dignity or rank
of honor to the Church of Rome connected with her apostolic origins which
otherwise is considered a given.
3. In the East, the
meaning of apostolicity was defined differently and thus acquired a different significance.
At the same time however, the entire Church accepted apostolicity not as the
exclusive privilege of Rome,
but as something belonging also to the thrones in the East which were
accordingly honored with special privileges.
4. The ancient Church —in
both the East and the West— had recognized a primacy of honor and
dignity; but not a primacy of authority (of superior jurisdiction) over the
entire Church. The occasional attempts on the part of Roman agents to add to
the pre-eminence of honor a primacy of authority, of “petrine” origin, was not
even something undertaken by the majority of the bishops of Rome and it was
certainly not the set and constant ecclesiological position of the whole Latin
Church of the West in the time of the Ecumenical Synods.
5. Whenever a major
issue of faith and ecclesiastical order came to be disputed, every bishop, but
even more so the bishop of “glorious Rome”,
possessed not only the inalienable right but even had it as a duty incumbent
upon him to intervene in the workings of another local Church. This practice
was considered completely acceptable during the first eight centuries of
Christianity. Indeed, in exceptional circumstances, ecclesiastical unity was
not necessarily always preserved by him who possessed the leadership or the
throne with seniority of rank, but by the one who in a particular circumstance
expressed the true faith; he was considered possessor of the “primacy of truth”.
This is what happened with St. Cyril at the 3rd Ecumenical Synod as well as
with St. Leo at the 4th. On the other hand, when the bishop of Rome showed himself unworthy of his episcopal
ministry, churches in the East but also in the West could and did sever
communion with him.
B.
The
Bishop of Rome
and the Ecumenical Synods
1. The Ecumenical
Synods constituted for the ancient Church the crowning moments of her history
revealing her unity in the Truth. Similarly, the ancient Church established
with the utmost clarity that the highest authority in the Church could not be a
single person, but only the Ecumenical Synod, an institution whose decisions
demanded universal respect.
2. The power to convoke
an Ecumenical Synod belonged exclusively to the emperor who was also
responsible for set the agenda.
Certainly, it was imperative that he consult with the first-hierarchs of
the Churches and most importantly with the bishops of Rome and Constantinople.
But the fact that the bishop of Rome
was the first see in Christendom gave him no right either to set the agenda of
the Council, nor did he possess the power of veto its decisions.
3. At none of the
Ecumenical Councils was the reigning pope personally present, but in most cases
he was represented by a delegation of clergy. In addition, at none of the
Synods did his delegation preside. The fifth Ecumenical Synod has particular
significance for the question of the role of Pope of Rome within the communion
of the Church since in addition to the question of the Three Chapters, it
pronounced [indirectly] on this question [by] condemning Pope Vigilius after
his unjustified refusal to meet in council with the other Patriarchs. For the
ancient Church in both the East and the West, the pope was subject to synodal
judgment and authority in not only matters of faith but also in those regarding
the canonical order of the Church.
4. The main role of the
bishop of Rome
in the Ecumenical Synods as first-throne among the Patriarchs was to formulate
in his dogmatic epistle, which in a way operated as the central proposal for
the Synod, the Orthodox faith and ecclesiastical tradition regarding the
theological controversy at hand, and on the basis of which the synodal
discussions were carried out. Consequently, the position of the pope of Rome in the time of the
Ecumenical Synods was within the Synods and not above them. Only under the
presupposition of his participation in the procedures of the synod was the pope
recognized as “head and father and first” of the bishops and patriarchs
gathered together; he does not simply make a pronouncement which the others
then obey, but “he confers… together with all”.
C.
The
bishop of Rome
in the decisions of the Ecumenical Synods
1. The Church sought by
means of the Ecumenical Synods to confront the distortion of the Orthodox faith
and the disturbance of ecclesiastical unity produced by heresy. It is obvious that
the participation, agreement, and presence of the bishop of Rome and consequently of the Church “until
the climes of the ocean” in the synodal decisions was required in order to
maintain unity and to prevent the creation of schisms. In this way, when it was
successful, the Fathers of the synod would express their joy and enthusiasm
with great intensity.
2. The Ecumenical Synod
pronounced from a place of absolute authority without depending on the will or
decisions of any individual persons. And this practice was universally accepted
by the ancient Church of both East and West.
Thus decisions were made in the absence of the bishop of Rome or even in spite of
his outright opposition. Moreover, even in cases where his suggestions were
accepted, they were first examined by the Synod, compared to the ecclesiastical
tradition and only when synodal agreement was secured would they be accepted.
The position of the ancient Church has been recorded in an official and
categorical manner in the “synodal decree”, the “Horos” of the 5th
Ecumenical Synod: “During the common deliberations, the light of truth
dissipates the darkness of falsehood, once teach of the things suggested for
discussion are placed under judgment. Because in matters of faith, no one has
the right to go forward on behalf of the entire Church since all of us have
need of our neighbor”. It would be no exaggeration for us to say
that the 5th Ecumenical Synod, in the Holy Spirit, foresaw the
development of the West and censured dogmatically in an explicit and forthright
manner Vatican I’s dogma of papal infallibility. According to the Synod, the pope cannot be
infallible, either ex sese or ex consensus Ecclesia.
3. The primacy of the
bishop of Rome
but similarly the equality of the five Patriarchs is testified to historically
by the “stamps of signature” on the synodal decisions. All of the
patriarchs as well as the bishop sign stamp or seal and in a unified fashion in
agreement with the ranking of honor among the patriarchal Thrones. Certainly,
the bishop of Rome
signed first as the first-throne of the Ecumene [the empire or civilized
world]. The pope never contested that he should be granted a special type of
signature.
D. The bishop of Rome and the Sacred Canons
1.
The holy Canons as decisions of the Ecumenical
Synods reflect as well as formulate the ethos and practice of the Catholic
Church. Consequently, disdain for their ecumenical authority and validity is
unacceptable.
2.
The basic canons which refer to the seniority of
honor of the primates of the patriarchal Churches are the 6th and 7th canon of Nicaea I, the 3rd canon of Constantinople I, the 28th canon of Chalcedon and the 36th
canon of Constantinople III (Penthekti). The defining canon
concerning the position of the bishop of Rome
in the ancient Church is the 28th canon of Chalcedon which interprets the 3rd
canon of Constantinople I and constitutes the
basis for the 36th canon of Constantinople III. The importance of
the 28th canon of Chalcedon
is guaranteed by its content but
also in its means of promulgation a.)
Regarding the content: it gives
canonical weight to the seniority of rank of Rome, granting to Constantinople
“the same rank” as that of Rome, but at the same time, it places under
contention the most crucial point upon which the supremacy of the papal throne
over against the other patriarchal thrones rests---according to Rome: petrine
apostolicity and the granting of petrine authority by divine law over the
entire Church. b.) As regards the means
of promulgation: The categorical opposition and the intense reaction of Leo
the Great in Rome
not only did not invalidate this canon, nor did it even take away from its
canonical weight, strength, or ecumenical character. This is self-evident in
ecclesiastical order since it was unthinkable to the ancient Church that
decision of a synod, and especially that of an Ecumenical Synod, could be
invalidated by a local Church or by a single person. Not even the pope of Rome was recognized as
having the right to approve or reject synodal decisions. On the contrary, he
too was obligated to comply.
3.
The Roman understanding which pope Leo the Great
firmly supported concerning the
“petrine” and apostolic character of the Churches of Rome, Alexandria,
and Antioch, and the supposed conferral of an exceptional dignity upon these
sees never obtained any canonical foundation nor did it exercise any effect
upon the life of the ancient Church.
Even in Rome
these ideas were never put into practice and were quickly abandoned.
E.
The
bishop of Rome
in the East and West: “The Principle of Unity in Diversity?”
In the official
Theological Dialogue of the Orthodox Church and Rome, it has been suggested that the
“principle of unity in diversity” can provide a means of overcoming the impasse
which the papal dogmas have created. This suggestion, according to its
proponents, is based on the decision of the Synod of Constantinople in 879-880[1],
but as it is currently formulated, it in essence merely carries out the program
of the Decree “concerning Ecumenism”[2]
from the Second Vatican Council[3] and
seeks the unity of the Churches in spite of differences in dogma. In the other
words, the Western Christians will accept their dogma concerning St. Peter and
the dogmas of papal primacy and infallibility as they have been formulated by
the first and second Vatican Councils, without however demanding their
imposition upon the Eastern Church, so that the Orthodox are not required to
accept them as long as they do not characterize them as an heretical falling
away from the ancient faith and practice of the Church. This was Cardinal
Joseph Ratzinger, later Pope Benedict XVI came to formulate this proposal.[4]
According to this view, the ancient Church governed itself this way: the West
accepted the papal primacy of authority without imposing it upon the East and
the East tolerated this difference of Western practice without condemning it as
an ecclesiological aberration; East and West believed differently but in spite
of this, we remained in full ecclesiastical communion[5].
Put another way, “legitimate diversity is in no way opposed to the Church's unity, but
rather enhances her splendor and contributes greatly to the fulfillment of her
mission”[6].
Before we proceed to
our necessary and brief critique of this suggestion it is necessary to
understand its true implications. Particularly revealing on this point is the
speech which Pope John Paul II gave to the Eastern Catholic Patriarchs
(Uniates) in 29/9/1998.
Among other things,
he said to the Uniate Patriarchs: “I ask you to give the Pope your help in
the name of that responsibility for re-establishing full communion with the
Orthodox Churches (cf. Orientalium Ecclesiarum, n. 24) which belongs to you as
Patriarchs of Churches that share so much of the theological, liturgical,
spiritual and canonical patrimony with Orthodoxy. In this same spirit and for
the same reason, I would like your Churches to be fully associated with the
ecumenical dialogues of charity and of doctrine at both the local and universal
levels”. And the pope continues, “The particular role of the Eastern Catholic Churches [he means here the
Uniates] corresponds to the one left
unfilled by the lack of full communion with the Orthodox Churches. Both the
Second Vatican Council’s Decree Orientalium Ecclesiarum and the Apostolic
Constitution Sacri canones (pp. IX-X) which accompanied the publication of the
Code of Canons of the Eastern Churches have pointed out how the present
situation, and the rules governing it, look towards the full communion we
desire between the Catholic and Orthodox Churches. Your collaboration with the
Pope and with one another will show the Orthodox Churches that the tradition of
‘synergy’ between Rome and the Patriarchates has been maintained — although
limited and wounded — and perhaps also strengthened for the good of the one Church
of God present throughout the world”[7].
The above texts
shows clearly how Rome desires and seeks—despite its assurances to the contrary[8]—full
communion obtained with Orthodoxy on the basis of an enhanced version of the
Unia[9] which can also include the Orthodox[10].
Toward this aim, the contribution of the principle “diversity in unity” is
formative[11],
despite the fact that is it neither historically proven nor theologically
acceptable as presented here.
The study of the
acts and decisions of the Ecumenical Synods demonstrates as historically
fabricated the contention that in the ancient Church of the first millennium
the East and West
held different beliefs about the position of the bishop of Rome. On the contrary, we see clearly that in
spite of the fact that Church of Rome’s
lineage from St. Peter was recognized, even the Western-Latin Church never
accepted any form of papal supremacy of jurisdiction (primacy of authority)
over the entire Church, nor did it recognize the pope as possessor of an
exclusive right to articulate the faith, never mind any form of
infallibility. We remind the reader succinctly of:
1. The papal legates
accepted the synodal vetting of the papal dogmatic epistles of Leo the Great, St. Agathon, and St. Adrian to determine if they were in
accord with the ecclesiastical tradition.
2. The views of St Leo
the Great against canon 28 of Chalcedon
were not even accepted by his [immediate] successors and were abandoned in the West until the time
of the Schism.
3. The refusal of the
latin bishops of the west to accept pope Vigillius’ decisions concerning the
faith and consequently his repeated condemnations by Western Synods (both
before and after the 5th Ecumenical Synod).
4. The expressed
self-understanding of the same pope Vigilius who did not once claim to possess some
alleged superior authority derived from divine right or ‘petrine’ authority
which meant that the Church and the rest of the Patriarchs ought to be subject
to him. Additionally, pope Vigilius never accused the Synod of being contrary to
the canons or invalid simply because of his disagreement or absence. On the
contrary, he explicitly promised that he would conform to the decision of the
Synod concerning the faith and considered its decision to censure him as just.
5. The convocation of
the Synod of 125 bishops from all of the regions of the jurisdiction of the
Patriarchate of Rome under the presidency of pope St. Agatho in order to
refute and pronounce on the heresy of monothelitism shows in practice the firm
ecclesiological ethos of the ancient Church of Rome. It is indicative how the
Synod of Rome mentions that they came to together with great labor “from the
climes of the ocean” in order to consult in Synod so that “that our
humble suggestion might proceed from a council of wide-spread influence, lest
if only a part were cognizant of what was being done, it might escape the
notice of a part”[12].
6. The cooperation of Rome in the condemnation
of Pope Honorius at the 6th Ecumenical Synod.
7. The West accepted
the decisive role of the emperor in the procedures of the Synod and never
insisted on presiding through the papal “apocrisarii” at the Ecumenical Synods
or at the local Synods in the West [tr.:
a greek term for a high ranking ecclesiastical deputy or similar official]
8. A series of canons
from local Synods and the Holy Fathers approved by the 2nd canon of
Constantinople III and the 1st canon of Nicaea II show that that
ancient Latin Church of the West recognized, just like the East, that the
Church of Rome and her bishop were to be given great reverence and possessed a
primacy of honor, but not a primacy of jurisdiction or an infallibility in
defining matters of faith: for example, the Acts of the Synods of Carthage in
Latin-speaking north Africa as well as their decisions to forbid final appeals
to Rome, or the dispute between pope St. Stephen and St. Cyprian about the
baptism of heretics all demonstrate this.
9. Finally, the
conclusion of the letter of the Synod of Carthage already expresses the danger
which the Latin Fathers of North Africa foresaw in the first demands of Rome to
extend her jurisdiction in judging the bishops of Africa: “As for executors,
therefore, though they have been demanded by some for our Clerics, do not send
us any, nor grant us any, lest we seem to be introducing a cloud of smoke from
the world into the Church of Christ, which offers the light of simplicity and
the day of humility to those who desire to see God”[13].
All
of the above demonstrate that in the Western
Church in the time of the
Ecumenical Synods recognized no “petrine primacy” or “petrine
function of unity” nor any supreme authority over the entire Church or the
ability to pronounce infallibly on matters of faith. The occasional expressions
of papal representatives or of certain papal epistles which explicitly demand
some kind of primacy of authority were never representative of the
understanding of the whole Western Church nor did they reflect western theology
within the patriarchate of Rome during the time of the Ecumenical Synods.
Hence, we can see that during the first eight centuries of the life of the
Church, East and West held to identical
views concerning the basic ecclesiological principles which governed the
role of the patriarchal Churches including that of the bishop of Rome.
Neverthless,
even if we did suppose that there existed an important difference in views
between East and West during the first eight centuries regarding the essence
and role of the primacy of honor of the bishop of Rome — a fact which as we
have demonstrated cannot be proven from the acts and decisions of the
Ecumenical Synods—we would stress that the reality we live today is completely
different. After the First and Second Vatican Councils we have —according to Rome— fundamental dogmas
of faith which belong to the “essential and unchanging structure of the
Church”[14]
and those who deny them are anathematized by the “ecumenical” Synod of Vatican
I and this remains the case with the “ecumenical” Synod of Vatican II.
Consequently,
the attempt on the part of certain theologians to present the papal dogmas of
Vatican I as having the same intended meanings as some declarations of papal
legates or papal epistles in the early Church are clearly misleading.
Additionally,
the implementation of the “principle of diversity in unity” not merely in ecclesiastical
customs of minor importance, but in the realm of basic ecclesiological dogmas which touch upon
the very structure and being of the Church ecclesiologically unacceptable. If,
according to the papal ecclesiology of Vatican I, the denial of the papal
dogmas is evidence of a serious ecclesiological deficiency[15]
then we do not have a Church
of Christ, because a
Church with ecclesiological deficiencies is completely unthinkable! Moreover,
it is unthinkable that the western part of this “united Church” being
established (?) can consider as ecclesiologically fundamental the dogmas
concerning St. Peter and papal primacy and infallibility (as articulated by
Vatican I and II) while the eastern portion denies them. Never in the life of
the Church of Christ were dogmas considered obligatory
for the faithful of a particular region (or ritual) while another region was
given the ability to deny them. It is
not comprehensible how we can belong to the same “united Church” where the
Westerners must accept as a dogma of the faith necessary for salvation that the
pope is infallible when he pronounces ex cathedra while the rest of the
faithful are free to categorically deny this.
It
is obviously unthinkable that the Orthodox Church could accept the principle of
“diversity in unity” as it has been articulated recently and equally so the
proposal stemming from it formulated by the then-Cardinal Ratzinger, later pope
Benedict XVI.
Hence
if the “principle of diversity in unity” as it has been presented in recent
years, cannot be implemented to achieve the much-desired union of East and
West, what would a suitable proposal look like for the overcoming of the
division among Christians? I think the only hope for the restoration of
ecclesiastical unity lies exclusively honest repentance alone; an honest
repentance which presupposes and at the same time is realized only by a return
in humility to the basic theological principles and presuppositions with the
which the Church lived by in the time of the Ecumenical Synods. Humility will
draw divine Grace and then unity will be achieved not by an untried, diplomatic
compromise that relies on ambiguity of dogmatic expression which will only
contribute to further bitterness and problems, but instead divine Grace will
achieve the real and genuine “unity of faith and communion of the Holy
Spirit”.
[1]
MANSI 17, 489B : “The holy synod said, each throne has ancient traditional customs, and concerning these there should be no
disputation or quarreling one with another. The Church of the Romans guards her
customs and this is fitting, while the Church of Constantinople
guards her own customs which she has received from above and all of the sees of
the East do in like manner”. The
Synod however, as it mentions later, speaks about mass ordinations and not
about the crucial theological issues which have implications for the very structure and essence of the Church and the
faith such as the papal doctrines about Rome.
[2] For
a detailed analysis from an Orthodox perspective of UR, see Fr. Peter Alban Heers, The
Ecclesiological Renovation of Vatican II: An Orthodox Examination of Rome’s
Ecumenical Theology Regarding Baptism and the Church, Uncut Mountain Press.
Simpsonville, 2015.
[3] “We can say without reservation that at
the heart of the Decree we encounter the issue of unity and diversity. And even
though the issue is raised explicitly in the three chapters of the text,
nevertheless it emerges as mean of reading and comprehending the entire text”,
See W. Henn, “At the Heart of Unitatis Redintegratio. Unity in Diversity”,
Gregorianum 88(2007) 2, 330. “Decree on
Ecumenism”, §16-18, found online at <http://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vat-ii_decree_19641121_unitatis-redintegratio_en.html>: “16. Already from the earliest times the
Eastern Churches followed their own forms of ecclesiastical law and custom,
which were sanctioned by the approval of the Fathers of the Church, of synods,
and even of ecumenical councils. Far from being an obstacle to the Church's
unity, a certain diversity of customs and observances only adds to her
splendor, and is of great help in carrying out her mission, as has already been
stated. To remove, then, all shadow of doubt, this holy Council solemnly
declares that the Churches of the East, while remembering the necessary unity
of the whole Church, have the power to govern themselves according to the disciplines
proper to them, since these are better suited to the character of their
faithful, and more for the good of their souls. The perfect observance of this
traditional principle not always indeed carried out in practice, is one of the
essential prerequisites for any restoration of unity. 17. What has just been
said about the lawful variety that can exist in the Church must also be taken
to apply to the differences in theological expression of doctrine”, See
also Ut Unum Sint § 57. The proposal of
“unity in diversity” is put forth as the basis for the union of all Christians
by Pope Leo XIII. The Synod of Constantinople answer him in 1895 in a letter
contained in Karmiris’ collection of dogmatic documents, vol. 2, p. 934. [tr. An English translation is available
online at the “Orthodox
Christian Information
Center <http://orthodoxinfo.com/ecumenism/encyc_1895.aspx>].
[4]
According to J. Ratzinger : “Rome must not require more from the East with
respect to the doctrine of primacy than what had been formulated and was lived
in the first millennium . . . Rome need not ask for more. Reunion could take
place in this context if, on the one hand, the East would cease to oppose as
heretical the developments that took place in the West in the second millennium
and would accept the Catholic Church as legitimate and orthodox in the form she
had acquired in the course of that development, while, on the other hand, the
West would recognize the Church of the East as orthodox and legitimate in the
form she has always had”, From his Principles
of Catholic Theology, San Francisco, Ignatius, 1987, p. 199. The suggestion of the then-Metropolitan
Damaskinos of Switzerland
is in the same vein («Τί
τὸ
μόνιμον καὶ τί
τὸ
μεταβλητὸν εἰς τὴν
πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις
ἐξ
Ὀρθοδόξου ἐπόψεως»[“What is
permanent and what is changeable in the petrine ministry. Thoughts from an Orthodox perspective”], Στάχυς, 52-67(1977-1981) 508, D. Papandreou, “Ein Beitrag zur
Uberwindung der Trennung zwischen der romisch-katholischen und der orthdoxen
Kirche” found in Vasilios von Aristi, Das Papsamt: Dienst oder Hindernis für
die Ökumene? Regensburg 1985, p. 162,
166-167), τοῦ H. Scutte, in Chr. Savvatos (now Metropolitan of
Messinia), Τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ διάλογο μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν [The papal
primacy in the dialogue between Orthodox Christians and Roman Catholics],
Athens 2006, p. 14 καὶ τοῦ E. Lanne, in
Damaskinos’ article, «Τί τὸ μόνιμον καὶ τί τὸ μεταβλητὸν εἰς τὴν πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις ἐξ Ὀρθοδόξου
ἐπόψεως»,
Στάχυς, 52-67(1977-1981) 516-517.
With
much pain we must say some things about what Ratzinger has written: It is very
tragic for an entire local Church, the greatest, most glorious and the most
famous of the first millennium to have fallen into such confusion so that:
• it considers as positive theological
developments and progress what occurred in the second millennium regarding
papal primacy.
• it considers as theological progress the
denial of the God-inspired, canonical, ecclesiastical order and tradition of
the Ecumenical Synods.
• it considers as theological progress a papal
institution based on forgeries from the Dark Ages (such as the false “Donation
of Constantine” and the Pseudo-Decretals of Isidore)(Cretan Draft on
the Role of the Pope, § 15) ! [Tr.: This
refers to this document on the role of the papacy produced by the Joint
Coordinating Committee for the Theological Dialogue between the Roman Catholic
Church and the Orthodox Church in Aghios Nikolaos, Crete, Greece, September 27
- October 4, 2008: <<http://chiesa.espresso.repubblica.it/articolo/1341814?eng=y>>]
I ask
that these observations not be taken as hostile or polemical against Roman
Catholics, but only as an expression of grief as well as concern and vigilance
for us Orthodox.
[5] The
position is explicitly formulated in “Cretan Draft on the Role of the Pope” in
§§ 15, 22 and especially in § 32 : “The experience of the first millennium
profoundly influenced the course of relations between the Churches of the East
and the West. Despite growing divergence and temporary schisms during this
period, communion was still maintained between West and East. The principle of
diversity-in-unity, which was explicitly accepted at the council of Constantinople held in 879-80, has particular
significance for the theme of this present stage of our dialogue. Distinct
divergences of understanding and interpretation did not prevent East and West
from remaining in communion. There was a strong sense of being one Church, and
a determination to remain in unity, as one flock with one shepherd (cf. Jn 10:16). The first millennium, which
has been examined in this stage of our dialogue, is the common tradition of
both our Churches. In its basic theological and ecclesiological principles
which have been identified here, this common tradition should serve as the
model for the restoration of our full communion“. Metropolitan Damaskinos Papandreou takes a
similar position in «Τί
τὸ
μόνιμον καὶ τί
τὸ
μεταβλητὸν εἰς τὴν
πετρίνειον διακονίαν. Σκέψεις
ἐξ
Ὀρθοδόξου ἐπόψεως», Στάχυς,
52-67(1977-1981) 508.
[6] Encyclical Letter “Ut Unum Sint: On Committment to
Ecumenism“ of Pope John Paul II, 25 May 1995, § 50, found online at <http://w2.vatican.va/content/john-paul-ii/en/encyclicals/documents/hf_jp-ii_enc_25051995_ut-unum-sint.html>
[7] "Address of the Holy Father Pope John Paull II
To the Eastern Catholic Patriarchs," Tuesday, 29 September 1998 <https://w2.vatican.va/content/john-paul-ii/en/speeches/1998/september/documents/hf_jp-ii_spe_19980929_patriarca.html>
[8] “The Sacred Council feels great joy in the
fruitful zealous collaboration of the Eastern and the Western Catholic Churches
and at the same time declares: All these directives of law are laid down in
view of the present situation until such time as the Catholic Church and the
separated Eastern Churches come together into complete unity”, Οrientalium
Ecclesiarum, § 30 available online <http://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_
council/documents/vat-ii_decree_19641121_orientalium-ecclesiarum_en.html> The Synod “feels
great” at the present work of the Unia…
[9]
Concerning the Unia in the theological dialogue with Rome see Th. Zisis, Οὐνία, Ἡ καταδίκη
καὶ ἡ ἀθώωση [Unia, Condemnation or Acquittal ],
publ. Vryennios, Thessaloniki 2002, G. Kapsanis, «Οὐνία,
Ἡ
μέθοδος τοῦ παποκεντρικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ» [“Unia, The Method of
Papal-centric Ecumenism”], Παρακαταθήκη
[Heritage],
60(2008), 3-10. For an historical
approach to the Unia, see G. Metallinos,
D. Gonis, I. Fratseas, Eu. Morarou, Bishop Athanasios (Yevtits), Ἡ
Οὐνία, χθὲς
καὶ σήμερα [The Unia, yesterday and
today] publ. Armos, Athens 1992. For a more extensive
bibliography regarding the Unia,
cf. K. Kotsiopoulos, Ἡ
Οὐνία στὴν Ἑλληνικὴ
θεολογικὴ βιβλιογραφία [The
Unia in Greek theological literature], publ.
Vryennios, Thessaloniki
1993.
[10] It
is characteristic that Rome
issued its decree “Decree on the Catholic Churches of the Eastern Rite”
as “a kind of ‘insurance’ that the restoration of communion with Rome will not be carried
out with any renunciation of elements of the non-Latin ecclesiastical
traditions”.
[11] Th. Zisis, «Ἡ οὐνία
ὡς
πρότυπο ψευδοῦς ἑνότητος.
Τὰ
ὅρια τῆς ποικιλομορφίας
ἐν
σχέσει πρὸς τὴν
ἑνότητα» [“The Unia as a model of false unity.
The limits of diversity in relation to unity”], - «Πρωτεῖον» Συνοδικότης καὶ
ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ Θεολογικῆς
Ἡμερίδος [“Primacy” of Synodality and
Unity of the Church, Acts of a Theological Conference],
publ. The Holy Metropolis of Piraeus,
Piraeus 2011, p. 107-114.
[12] From
the letter of Pope Agatho read at the Third Synod of Constantinople, available
here, <http://www.newadvent.org/fathers/3813.htm>
[13] Tr.
Translation taken from the English edition of the Rudder available online: <http://www.holytrinitymission.org
/books/english/councils_local_rudder.htm>
[14]
Congregatio pro Doctrina Fidei, Letter Communionis notio, § 17. 3
(28.5.1992), available online at
www.vatican.va/roman_curia/congregations/cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_28051992_communionis-notio_en.html.
[15]
“Unitatis Redintegratio: Decree on Ecumenism” from the Second Vatican Council
§3 found online here <http://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vat-ii_decree_19641121_unitatis-redintegratio_en.html>.
I. Maragou, Οἰκουμενικὰ Α΄[Ecumenical
Topics, vol. 1], Athens 1986, p.33, as well as the 29/6/2007 response of the
Congregation for the Doctrine of the Faith (Congregatio pro Doctrina Fidei) of
the Roman Curia, found online at <www.vatican.va/roman_curia/congregations/
cfaith/documents/rc_con_cfaith_doc_200 70629_responsa-quaestiones_en.html>.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
!>