Αναζήτηση θεμάτων ιστολογίου
Συναξάριον
οι δημοφιλείς αναρτήσεις της εβδομάδος
Blog Archive
- 2024 (14)
- 2023 (72)
- 2022 (249)
- 2021 (450)
- 2020 (682)
- 2019 (811)
- 2018 (820)
- 2017 (901)
- 2016 (1063)
- 2015 (1348)
- 2014 (1414)
- 2013 (2210)
- 2012 (1652)
- 2011 (318)
- 2010 (42)
Από το Blogger.
Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
11:43
|
Ανώνυμος
|
Print PDF
Ομιλία π. Ιωάννου Δημητροπούλου
εις Ι.Ν. Άγ. Χαραλάμπους
Κρύα Ιτεών Πατρών
την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011
«Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, ....τούς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας», όπως δικαίως αναφέρει ο ιερός υμνογράφος, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και αγαπητά μου παιδιά εορτάζουμε και τιμούμε σήμερα.
Πρόκειται για τρεις κορυφαίες, για τρεις μεγάλες μορφές. Πρόκειται για τους τρείς Ιεράρχες· το Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Και οι τρεις αυτοί Άγιοι, γεμάτοι αρετή, γεμάτοι αγάπη προς τον πλησίον, οπλισμένοι με θερμή πίστη στο Χριστό, ανέπτυξαν τέτοια χριστιανική δράση, όμοια της οποίας δεν εγνώρισε μέχρι σήμερα ο κόσμος.
Ας δούμε όμως επιγραμματικά τον καθένα ξεχωριστά. Αξίζει να γνωρίσουμε έστω και ελάχιστα τη ζωή και το έργο των μεγάλων αυτών διδασκάλων και ποιμένων της Εκκλησίας μας.
Πρώτα θα αναφερθούμε στον Μέγα Βασίλειο ο οποίος καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Καππαδοκίας. Αρχοντική, όχι μόνο για την οικονομική της κατάσταση και την κοινωνική της θέση, αλλά και για την πνευματική της παράδοση. Η γιαγιά του Μ. Βασιλείου, η Άγία Μακρίνα, ήταν θυγατέρα και μαθήτρια του χριστιανού Μάρτυρος Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού (17 Νοεμβρίου). Από αυτήν την γυναίκα, μια ολόκληρη οικογένεια, (η οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου που αποτελούταν από 10 παιδιά), διδάχθηκε την ευσέβεια. Και το αποτέλεσμα ποιό ήταν; Η οικογένεια αυτή έδωσε στην Εκκλησία 7 Αγίους. Έδωσε: Tους γονείς του Μεγάλου Βασιλείου, τον Άγιο Βασίλειο τον παλαιό και την Αγία Εμμέλεια. Έδωσε τρεις επισκόπους: τον Μ. Βασίλειο, επίσκοπο Καισαρείας, τον Άγιο Γρηγόριο, επίσκοπο Νύσσης, τον Άγιο Πέτρο επίσκοπο Σεβαστείας και επίσης έδωσε δύο μοναχούς· τον Άγιο Ναυκράτιο και την Αγία Μακρίνα την φιλόσοφο.
Ακούγοντας αυτά περί της οικογενείας του Αγ. Βασιλείου, αυτό που διαπιστώνει κανείς αμέσως αδελφοί μου, είναι εκείνο το οποίο λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, στον λόγο του περί παρθενίας: «ἀπό τῆς ἐστίας ἡ χάρις» (κεφ.23,1) δηλαδή, η ανατροφή και η προκοπή του ανθρώπου ξεκινά μέσα από το σπίτι, μέσα από την οικογένεια.
Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η ευσεβής μητέρα του Εμμέλεια, τον εγαλούχησε με τις αξίες της Χριστιανικής ζωής. Μετά από λαμπρές σπουδές στην Καισάρεια και στο Βυζάντιο μετέβη στην Αθήνα, για να διευρύνει τις γνώσεις του στη φιλοσοφία, στη ρητορική, στη γραμματική, στην αστρονομία και στην ιατρική. Εκεί συνδέθηκε αδελφικά, με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, γεμάτος από κάθε γνώση και επιστήμη της εποχής του, αφιέρωσε τον εαυτό του στην Εκκλησία. Γίνεται μοναχός. Το 360 χειροτονείται διάκονος, το 363 πρεσβύτερος και το 370 σε ηλικία 40 ετών εκλέγεται Μητροπολίτης Καισαρείας.
Ως επίσκοπος, ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί το ακατάβλητο θάρρος του και η τόλμη του, εναντίον των αιρετικών Αρειανών. Ως Ρήτορας με τα φλογερά του κηρύγματα, με την δογματική του Θεολογία, υπεραμύνεται των αληθειών του Ευαγγελίου και αναδεικνύεται μέγας πρόμαχος της Ορθοδοξίας.
Η συμβολή του στην διαμόρφωση της Θείας Λατρείας και στη συστηματική οργάνωση του Μοναχικού βίου υπήρξε καθοριστική.
Όλόκληρος ο επισκοπικός του βίος υπήρξε μια σειρά έργων φιλανθρωπίας. Πούλησε όλη του την περιουσία και ίδρυσε φιλανθρωπικό συγκρότημα την περίφημη «Βασιλειάδα», η οποία περιελάμβανε σχολείο, νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνα και πτωχοκομείο.
Η ποιμαντορία του όμως δεν κράτησε παρά μόνο εννέα χρόνια. Και όμως τόσο μόνο ήταν αρκετό για να φανεί η ποιμαντική του αξία. Με σώμα καταπονημένο από αρρώστια και στερήσεις, την 1 Ιανουαρίου του 379 παρέδωσε το πνεύμα σε ηλικία μόλις 49 ετών.
Τα συγγράμματά του είναι πολλά και σπουδαία. Έγραψε όμως και μία υπέροχη Θεία Λειτουργία η οποία τελείται 10 φορές το χρόνο.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας κοντά στην κωμόπολη Ναζιανζό το 329. Και αυτός ο Ιεράρχης οφείλει την ανατροφή του και την επίδοσή του, σε μια καλή και ευσεβή γυναίκα, τη μητέρα του τη Νόννα. Σπούδασε ρητορική στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα όπου εκεί όπως είπαμε γνώρισε τον αδελφικό του φίλο Μ. Βασίλειο. Το 358 σε ηλικία 29 ετών επιστρέφει στην Καππαδοκία και γίνεται μοναχός. Ένα χρόνο αργότερα καλείται να γηροκομήσει τον υπερήλικα πατέρα του, επίσκοπο Ναζιανζού και χειροτονείται πρεσβύτερος, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει. Σαν κληρικός, υπήρξε υπόδειγμα ποιμαντικής μέριμνας και στοργής, αλλά και μαχητής κατά των ειδωλολατρών. Απαντούσε στους εχθρούς της ορθοδοξίας συντάσσοντας περίφημους λόγους μέσα από τους οποίους ανέπτυσσε τα μυστήρια της πίστεως με λογοτεχνική δεινότητα, με πλούτο εικόνων και λεξιλογίου, κατά πολύ ανώτερων των έργων των μεγάλων συγγραφέων της αρχαιότητος.
Το 372 παρά τη θέλησή του χειροτονείται από τον Μ. Βασίλειο επίσκοπος στα Στάσιμα, ένα μικρό και άσημο χωριό της Καππαδοκίας. Παρ’ όλη όμως την αγάπη του προς τον Μ. Βασίλειο, ο Γρηγόριος δεν αποδέχεται το αξίωμα του επισκόπου και καταφεύγει στην έρημο για να συνεχίσει τον απλό μοναχικό του βίο. Λίγο αργότερα κάνοντας υπακοή στις πιέσεις του γέροντος επισκόπου πατέρα του, δέχθηκε να επιστρέψει στην Ναζιανζό και ανέλαβε την διοίκηση της εκεί Εκκλησίας ως αναπληρωτής επίσκοπος.
Εκείνη την εποχή όμως, αρχίζει να επικρατεί σάλος και κλυδωνισμός στην Εκκλησία. Η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη του Αρειανισμού περιόρισε την Ορθόδοξη πίστη της Κωνσταντινουπόλεως στο μικρό Ναό της Αγίας Αναστασίας. Ο Γρηγόριος καλείται να συνδράμει τους πιστούς και από τον άμβωνα της Αγίας Αναστασίας εκφωνεί τους θαυμάσιους λόγους περί «της Θεότητος του Λόγου» για τους οποίους η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο του Θεολόγου. Θυμηθείτε· σε τρείς μόνο η Εκκλησία απένειμε τον τίτλο του Θεολόγου: στον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στον Γρηγόριο το Ναζιανζηνό και στον Συμεών το Νέο Θεολόγο. Οι τολμηροί και πολυκύμαντοι αγώνες του Γρηγορίου εθριάμβευσαν. Η δε συγκροτηθείσα υπό την προεδρία του, Β΄ Οικουμενική Σύνοδος του 381, στερέωσε οριστικά την Ορθοδοξία.
Την περιουσία του την παραχώρησε Ολόκληρη υπέρ των πτωχών της Εκκλησίας της Ναζιανζού και τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε σε ένα κτήμα της Ναζιανζού προκειμένου να συνεχίσει τον μοναχικό βίο που τόσο πόθησε, στην σιωπή και στην ησυχία. Εξουδενωμένος όμως από ασθένειες και από τις τόσες ευθύνες τις οποίες ποτέ δεν επιζήτησε, εκοιμήθη το 391 σε ηλικία 62 ετών.
Ο τρίτος των Ιεραρχών, Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι λίγο μεταγενέστερος των δύο πρώτων. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ των ετών 344-354. Ο πατέρας του ονόματι Σεκούνδος ανώτατος αξιωματικός, πέθανε αμέσως μετά τη γέννησή του, οπότε την ανατροφή του ανέλαβε αποκλειστικά η μητέρα του Ανθούσα. Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική στη σχολή του περίφημου σοφιστού Λιβανίου. Μετά τις σπουδές του, αφού εξάσκησε για λίγο το επάγγελμα του νομικού σπούδασε και την Θεολογία και αφιέρωσε τον εαυτό του στην Εκκλησία. Το 381 χειροτονείται διάκονος και το 386 πρεσβύτερος. Η δράση του ως πρεσβυτέρου ήταν αξιόλογη. Αλλά και ως ιεροκήρυκας διαπρέπει. Το 397 χειροτονείται επίσκοπος και ανέρχεται στον Πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως. Η αρχιερατεία του παρόλο που ήταν μικρής διαρκείας, ήταν πολυσήμαντη και συνταρακτική. Ο άμβωνας της Κωνσταντινουπόλεως δοξάσθηκε τόσο, όσο ποτέ άλλοτε. Από του άμβωνος ο Ιωάννης, συνετάρασσε ψυχικώς το πλήθος του λαού που συνέρεε για να τον ακούσει και να τον απολαύσει. Για τον λόγο αυτό κατέχει και την πρώτη θέση μεταξύ των Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας μας. Άλλωστε για το πολύτιμο τάλαντο της ευγλωττίας του και της ρητορικής του τέχνης, ο λαός τον αποκάλεσε Χρυσόστομον.
Το φιλανθρωπικό του έργο ήταν τεράστιο. Στην Αντιόχεια έτρεφε 3000 χήρες και στην Κωνσταντινούπολη 7000 πτωχούς, ενώ συντηρούσε πολλά νοσοκομεία.
Οι ομιλίες του και τα συγγράμματά του είναι πολυάριθμα. Συνέταξε όμως και τη Θεία Λειτουργία την οποία τελούμε και χαιρόμαστε, τις περισσότερες μέρες του χρόνου.
Από του άμβωνος όμως δεν έπαψε να καυτηριάζει τη διαφθορά της κοινωνίας της εποχής, αλλά και την διαφθορά της αυτοκράτειρας Ευδοξίας και των αυλοκολάκων. Για το λόγο αυτό υπέστη πολλές εξορίες. Στην τελευταία του εξορία προς την Πιτυούντα και μετά από τρίμηνη σκληρή οδοιπορία, ο Χρυσόστομος πεθαίνει στην Κόμαινα του Πόντου στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 αναφωνώντας το «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» Δηλαδή, δοξάζει και ευχαριστεί το Θεό, για όλα όσα του έδωσε, για όλα όσα επέτρεψε να συμβούν στη ζωή του. Θετικά η αρνητικά. Και αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα αδελφοί μου για τη δική μας τη ζωή. Για όλα όσα επιτρέπει ο Θεός να συμβαίνουν στη ζωή μας, πρέπει να Τον ευχαριστούμε. Διότι με όλες αυτές τις καταστάσεις θετικές η αρνητικές, ο σκοπός είναι ένας και μοναδικός· είναι η κατά Θεόν διαπαιδαγώγηση και προκοπή μας.
Οι τρεις Ιεράρχες, λάμπρυναν τόσο την Εκκλησία του Χριστού ώστε δικαίως ο 4ος αιώνας, κατά τον οποίον έζησαν, ονομάζεται «χρυσός αιώνας της Εκκλησίας». Όμως δεν υπήρξαν μόνο μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, αλλά και παιδαγωγοί εις Χριστόν. Ήσαν οι Άγιοι των γραμμάτων και γι’ αυτό αναδείχθηκαν και καθιερώθηκαν ως προστάτες την εν Χριστώ παιδείας. Είναι οι προστάτες των μαθητών και των διδασκάλων, διότι όπως είδαμε, είχαν λάβει πλούσια Ελληνική μόρφωση η οποία τους κατέστησε και μεγάλους διδασκάλους της Χριστιανικής Πίστεως.
Το Ελληνικό έθνος με ευλάβεια και σεβασμό αιώνες τώρα τιμά την μνήμη τους, διότι και οι τρεις εργάσθηκαν σκληρά προκειμένου να μας παραδώσουν αμόλυντη την Χριστιανική ηθική και φιλοσοφία.
Αντιμετώπισαν κινδύνους και απειλές θανάτου, αλλά έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Αντιμετώπισαν τη πείνα, τη δυστυχία, την αρρώστια, στα πρόσωπα των συνανθρώπων τους, αλλά έμειναν αληθινοί πατέρες των πασχόντων, των πενήτων και των δυστυχισμένων.
Ως σοφοί παιδαγωγοί μας άφησαν πλούσια κληρονομιά σε συγγράμματα με σοφές παιδαγωγικές και επιστημονικές κατευθύνσεις τα οποία για μας τους Έλληνες αποτελούν ιδιαίτερη τιμή και ευλογία, διότι τα κείμενα αυτά γράφτηκαν στην όμορφη ελληνική γλώσσα.
Έτσι οι τρεις Ιεράρχες μέσα από τα σοφά βιβλία τους προβάλλουν πάντοτε ως αιώνια πρότυπα αρετής και φωτεινοί οδηγοί, για να φωτίζουν την πορεία της ζωής μας.
Ιδιαίτερα για όσους ασκούν παιδαγωγικό έργο, το σπουδαιότερο που θα διδαχθούν από τους τρεις Ιεράρχες, είναι ο ρόλος της αγάπης στην παιδεία. Διότι όταν αδελφοί μου η διδασκαλία γίνεται με γνώμονα την αγάπη, τότε όλο το παιδαγωγικό έργο γίνεται πιο μορφωτικό και πιο αποδοτικό. Επίσης θα διδαχθούν την ωραιότερη σύνθεση που συνέλαβε ποτέ ο ανθρώπινος νους: «Ελληνισμός και Χριστιανισμός». Με αυτόν τον τρόπο μας δίδαξαν και μας διδάσκουν οι τρεις Ιεράρχες.
Πως όμως η Εκκλησία καθιέρωσε κοινή εορτή για τους τρεις αυτούς μεγάλους Αγίους, εφόσον ο καθένας έχει τη δική του εορτή μέσα στο εκκλησιαστικό εορτολόγιο; Το 1801 επί βασιλείας Αλεξίου Κομνηνού, μεταξύ των χριστιανών προέκυψε μια σοβαρή διαφωνία και διαμάχη. Κάποιοι υποστήριζαν ότι σπουδαιότερος από τους τρεις Ιεράρχες ήταν ο Μ. Βασίλειος. Κάποιοι άλλοι υποστήριζαν ότι σπουδαιότερος ήταν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και άλλοι θεωρούσαν σπουδαιότερο τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Έτσι οι χριστιανοί ήταν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες: τους Βασιλείτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες. Η Εκκλησία λοιπόν με εισήγηση του επισκόπου Ευχαΐτων Ιωάννου του Μαυροπόδους, προκειμένου να σταματήσει αυτή η διχόνοια, καθιέρωσε κοινό εορτασμό στις 30 Ιανουαρίου, αποδίδοντας και στους τρεις αγίους την ίδια τιμή.
Είθε αδελφοί όλοι να παραδειγματιζόμεθα από τους τρεις αυτούς μεγίστους φωστήρες και με σεβασμό και ευλάβεια στα πρόσωπά τους να επικαλούμαστε την χάριν τους, ώστε αυτοί να πρεσβεύουν στον Κύριο για εμάς, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.
Αμήν.
πρεσβύτερος
Ιωάννης Δημητρόπουλος
!>